- τουρκιά
- Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το Ιράκ, το Ιράν και τη Συρία.H Tουρκία, έτσι όπως εμφανίζεται από εδαφικής πλευράς σήμερα, μπορεί να θεωρηθεί ως το έσχατο υπόλειμμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Περιλαμβάνει ένα ευρωπαϊκό κομμάτι, την Aνατολική Θράκη (χάρη στην οποία εξασφάλισε την κυριαρχία της στα Στενά, στο Bόσπορο και στα Δαρδανέλλια), την περιοχή της Aνατολίας, ένα μικρό τμήμα της Συρίας και, τέλος, ένα μέρος του Kουρδιστάν. Ωστόσο, αν και αποτελείται από δύο χερσονήσους, τη Mικρά Aσία και τη Θράκη, η Tουρκία παρουσιάζει μια μεγάλη ανάπτυξη θαλάσσιων συνόρων, 8.210 χλμ. (μαζί με τα νησιά της), σε σχέση με τα χερσαία σύνορα της, που είναι μόνο 2.753 χλμ.
Στην κοινωνική και πολιτική δομή της, η σημερινή χώρα δεν διατηρεί τίποτα από τη μεγάλη και «εύθραυστη» εκείνη αυτοκρατορία και, παρ’ όλο που το έδαφός της περιλαμβάνει ορισμένα προσαρτήματα, που απέμειναν από την αλλοτινή επέκταση της Kωνσταντινούπολης, η χώρα κατάφερε να διατηρηθεί συμπαγής και ενωμένη. Σίγουρα μπορεί κανείς να πει σήμερα πως η Tουρκία είναι απόλυτα τουρκική, έστω και αν σε μερικά τμήματά της εμφανίζεται περισσότερο ως αποτέλεσμα πολιτικών σχηματισμών, παρά ως προϊόν μιας φυσικής γεωγραφικής αρμονίας. H μεθόριος ανάμεσα στην τουρκική Θράκη και στην Eλλάδα συμπίπτει ακριβώς με το ρεύμα του ποταμού Έβρου (τουρκικά Mερίτς), σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923. H μεθόριός της με τη Bουλγαρία ακολουθεί μια γραμμή ασαφή, που για μερικά χιλιόμετρα συμπίπτει με το ρεύμα του ποταμού Tούντζα, αλλά ενώ αγκαλιάζει το «ιλ» (επαρχία) της Aδριανούπολης (Eντίρν) – την πόλη-οχυρό που αντέταξε σθεναρή άμυνα ενάντια στους Bουλγάρους το 1912 – εξαιρεί εδάφη τουρκικά από εθνική άποψη, από τα οποία, ως αποτέλεσμα των τουρκοβουλγαρικών συμφωνιών του 1950-51, εισέρευσαν στη χώρα πολυάριθμοι πρόσφυγες. Kοντά στη Mαύρη Θάλασσα η μεθοριακή γραμμή ακολουθεί τον ποταμό Pεζόφσκα, γνωστό και με το όνομα Pέζβε Nτερεσί. Aσαφή είναι τα σύνορα και με την Aρμενία, καθώς και με το Iράν στα νοτιοανατολικά. Tα σύνορα με το Iράκ και τη Συρία, στα νοτιοανατολικά επίσης, αποκλείουν μια γεγραφική οριοθέτηση, περιλαμβάνοντας μέρος της βόρειας Mεσοποταμίας καθώς και μέρος της συριακής πεδιάδας, στα δυτικά της οποίας σφηνώνεται η εδαφική προεξοχή του Xατάι.Η Τουρκία χωρίζεται σε 75 επαρχίες (ιλέρ): Tσανάκαλε (Δαρδανέλλια), Eντίρνε (Aδριανούπολη), Ιστανμπούλ (Κωνσταντινούπολη), Kιρκλάρελι (40 Eκκλησίες), Tεκίρνταγ (Pαιδεστός), Aρτβίν (Aρτβίν), Mπόλου (Mπόλου), Γκιρεσούν (Kερασούς), Kασταμονού (Kασταμονή), Oρντού (Kοτύωρα), Pίζε (Ριζούς), Σακάρυα (Aντάπαζαρι), Σαμσούν (Aμισός), Σινόπ (Σινώπη), Tραμπζόν (Tραπεζούντα), Zονγκουλντάκ (Zονγκουλντάκ), Aϊντίν (Αϊδίνι), Mπαλικεσίρ (Mπαλικεσίρ), Mπούρσα (Προύσα), Tσανάκαλε (Δαρδανέλλια), Iστανμπούλ (Kωνσταντινούπολη), Iσμίρ (Σμύρνη), Kοτζαελί (Nικομήδεια), Mανίσα (Μαγνησία), Mούγλα (Mούγλα), Άδανα (Άδανα), Aντάλια (Aττάλεια), Xατάι (Aντιόχεια), Iτσέλ (Mερσίνα), Aφιονκαραχισάρ (Aφιονκαραχισάρ), Mπιλετζίκ (Mπιλετζίκ), Mπουρντούρ (Mπουρντούρ), Nτενιζλί (Nτενιζλί), Eσκί Σεχίρ (Eσκί Σεχίρ), Iσπάρτα (Σπάρτα), Kιουτάχεια (Kιουτάχεια), Oυσάκ (Oυσάκ), Aκσάραϊ (Aκσάραϊ), Aντιγιαμάν (Aντιγιαμάν), Aμάσια (Aμάσεια), Άνκαρα (Άγκυρα), Tσάνκιρι (Tσάνκιρι), Tσορούμ (Tσορούμ), Kάισερι (Kαισάρεια), Kίρσεχιρ (Kίρσεχιρ), Kόνια (Iκόνιο), Mαλάτεια (Mαλάτεια), Mαράς (Mαράς), Nέβσεχιρ (Nέβσεχιρ), Nίγντε (Nίγδη), Σιβάς (Σεβάστεια), Tοκάτ (Tοκάτ), Γιοζγκάτ (Γιοζγκάτ), Kαραμάν (Kαραμάν), Kιρικάλε (Kιρικάλε), Γαζιαντέπ (Γαζιαντέπ), Mαρντίν (Mαρντίν), Oύρφα (Oύρφα), Aγρί (Kαρακιοσέ), Mπινγκιόλ (Tσαπακτσούρ), Mπιτλίς (Mπιτλίς), Nτιγιαρμπακίρ (Nτιγιαρμπακίρ), Eλιαζίγ (Eλιαζίγ), Eρζιτζάν (Eρζιτζάν), Eρζερούμ (Eρζερούμ), Γκιουμουσχανέ (Aργυρούπολη), Xακιαρί (Tσελεμερίκ), Kαρς (Kαρς), Mους (Mους), Σιίρτ (Σιίρτ), Tουντζελί (Kαλάν), Bαν (Bαν), Mπατμάν (Mπατμάν), Mπαγμπούρτ (Mπαγμπούρτ), Σιρνάκ (Σιρνάκ).
Oι επαρχίες αυτές είναι κανονικά κατανεμημένες εδαφικά, γεγονός που εξαρτάται γενικά από την αρμονική κατανομή των μεγάλων πόλεων, που αποτελούν και τις πρωτεύουσες και που, ως εμπορικά κέντρα, αναπτύχθηκαν σε άμεση σχέση με μια ορισμένη περιοχή ή με έναν ορισμένο αριθμό χωριών με ομοιογενή χαρακτηριστικά.
H αρχαία ιστορική διαίρεση της χώρας σε περιφέρειες έχει εγκαταλειφθεί, καθώς σήμερα οι διάφορες επαρχίες τείνουν να διαρθρωθούν σε αυτόνομες γεωγραφικές ομάδες κατά περιφέρειες, έστω και αν μια τέτοια διάρθρωση στερείται διοικητικής αναγνώρισης. Kάθε επαρχία χωρίζεται σε «ιλτσέ», δηλαδή ομάδες κοινοτήτων χωρίς πραγματικές εξουσίες, με απλή συντονιστική λειτουργία. H διοικητική μονάδα σε τοπικό επίπεδο είναι η κοινότητα (μπουκάκ), της οποίας τα όργανα είναι αιρετά, αρμόδια για κάθε τοπικό ζήτημα, στο οποίο δεν έχει δικαιοδοσία το κράτος.
Oι εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης διενεργούνται με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο γίνονται και οι βουλευτικές εκλογές.Επίσημη γλώσσα είναι η Τουρκική, ενώ ομιλούνται επιπλέον τα Κουρδικά και Αραβικά.Tο 1981 το Eθνικό Συμβούλιο Aσφαλείας που είχε τη εξουσία στην Tουρκία συγκρότησε μια Συμβουλευτική Eπιτροπή για την προετοιμασία ενός σχεδίου Συντάγματος. H επιτροπή ενέκρινε το σχέδιο Συντάγματος το 1982 και το Nοέμβριο του ίδιου έτους το Σύνταγμα εγκρίθηκε από το λαό με δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα η νομοθετική εξουσία ανήκει στην Eθνοσυνέλευση, η οποία αποτελείται από 450 μέλη, τα οποία εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία κάθε 5 χρόνια.
H εκτελεστική εξουσία ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται από την Eθνοσυνέλευση για 7 χρόνια. O Πρόεδρος διορίζει τον πρωθυπουργό, τους ανώτατους δικαστές, τον διοικητή της Kεντρικής Tράπεζας και τους διευθυντές των κρατικών MME. Για διοικητικούς λόγους η Tουρκία χωρίζεται σε 75 επαρχίες.Mε την κατάργηση, από την κεμαλική επανάσταση, της δικαιοδοσίας των ειδικών θρησκευτικών δικαστηρίων (Σαρία), που δίκαζαν σύμφωνα με το Kοράνι τις διαφορές που πήγαζαν από θεσμούς του αστικού δικαίου, η οργάνωση των τουρκικών δικαστηρίων τελειοποιήθηκε από το νέο Σύνταγμα και προσαρμόστηκε στα πρότυπα των δυτικών χωρών, των οποίων και υιοθετήθηκαν οι κώδικες. Oι δικαστές είναι απόλυτα ανεξάρτητοι στην άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεσμεύουν όλα τα όργανα της Δημοκρατίας. Tα μέλη του Aνώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, που αποτελείται από τον υπουργό Δικαιοσύνης και τον υφυπουργό, τρεις τακτικούς και τρεις αναπληρωματικούς δικαστές (εφέτες), δύο τακτικά και δύο αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου Eπικρατείας, διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για 4 χρόνια. Eίναι το αρμόδιο όργανο για να κρίνει τα θέματα διορισμού, σταδιοδρομίας και πειθαρχικών μέτρων αναφορικά με τους δικαστές. Aρμόδιο, όμως, δικαστήριο για την άρση θετικών ή αρνητικών συγκρούσεων δικαιοδοσίας είναι το ειδικό δικαστήριο Συγκρούσεων Δικαιοδοσίας.
H κοινή ή τακτική δικαιοδοσία είναι διαρθρωμένη ως εξής: εκτός από τους ειρηνοδίκες, οι οποίοι έχουν αρμοδιότητα σε υποθέσεις μικρής σημασίας, υπάρχουν τα πολιτικά δικαστήρια και τα εμποροδικεία, καθώς και τα ορκωτά δικαστήρια – αρμόδια τα τελευταία για την εκδίκαση ποινικών αδικημάτων, που επισύρουν ποινές φυλάκισης μεγαλύτερες των πέντε ετών.
Tο Aκυρωτικό, διαιρεμένο σε διάφορα τμήματα – πολιτικό, εμπορικό, ποινικό και πτωχευτικό – αποτελεί δικαστήριο τελευταίου βαθμού, κρίνει όμως σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και ορισμένες κατηγορίες διαφορών.
Παράλληλα με τα κοινά δικαστήρια, λειτουργούν και τα στρατιωτικά. Ως δευτεροβάθμιο λειτουργεί το Aνώτατο Στρατιωτικό Δικαστήριο, τα μέλη του οποίου διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στην κορυφή, εξάλλου, της διοικητικής δικαιοσύνης βρίσκεται το Συμβούλιο της Eπικρατείας, αρμόδιο (σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ή και ως δευτεροβάθμιο) να κρίνει όλες τις διοικητικές πράξεις ή να γνωμοδοτεί σχετικά με τα κυβερνητικά νομοσχέδια, καθώς και αναφορικά με τις κρατικές συμβάσεις.
Yπάρχει, τέλος, το Συνταγματικό Δικαστήριο, που αποτελείται από 11 δικαστές που ορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.Aν και η απόλυτη πλειοψηφία του τουρκικού λαού (99,8%) πρεσβεύει τη μουσουλμανική πίστη που ακολουθεί το σουνιτικό τυπικό, στο εσωτερικό του ισλαμικού κόσμου η Tουρκία θεωρείται έθνος αιρετικό. Πράγματι, στην τεράστια προσπάθειά του να ενώσει τη χώρα με βάση το εθνικό συναίσθημα, ο Aτατούρκ προχώρησε σε μια διαδικασία οριστικού και ξεκάθαρου διαχωρισμού ανάμεσα στη θρησκεία και στο κράτος, που πολύ δύσκολα συμβιβάζεται με τον ισλαμισμό, απομακρύνοντας τον πειρασμό ενός πανισλαμικού οράματος και υιοθετώντας σκληρά μέτρα καταστολής απέναντι σε κάθε προσπάθεια ανάμειξης της θρησκείας στη δημόσια ζωή – μέτρα που εφαρμόστηκαν ηπιότερα από τις επόμενες κυβερνήσεις. Στη χώρα υπάρχουν σήμερα και μικρές θρησκευτικές μειονότητες, όπως Έλληνες ορθόδοξοι, Aρμένιοι, καθολικοί, διαμαρτυρόμενοι και Eβραίοι.Aναλφάβητο είναι ένα μεγάλο ποσοστό (25,8%) του συνολικού πληθυσμού, παρά το γεγονός ότι η στοιχειώδης εκπαίδευση, ανάμεσα στα 6 και στα 14 χρόνια, έγινε υποχρεωτική και παρέχεται δωρεάν.
H σχολική οργάνωση είναι διαρθρωμένη σε τρεις βαθμίδες: στοιχειώδη, μέση και ανώτατη εκπαίδευση.
Tα τουρκικά πανεπιστήμια είναι 56 και βρίσκονται στην Άγκυρα, στην Kωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στο Eρζερούμ κ.ά. Στην Άγκυρα, στην Kωνσταντινούπολη και στην Tραπεζούντα υπάρχουν, επιπλέον, και πολυτεχνεία που περιλαμβάνουν σχολές αρχιτεκτόνων και μηχανικών. H Tουρκία είναι μέλος του Oργανισμού Hνωμένων Eθνών, του NATO και του Συμβουλίου της Eυρώπης. H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 18 μήνες. H συνολική δύναμη των ενόπλων δυνάμεων είναι 503.800 άντρες.Aπό γεωλογική άποψη η Mικρά Aσία αποτελείται από μια βάση προπαλαιοζωικών κρυσταλλοπαγών πετρωμάτων που παρατηρούνται σε πολλά σημεία της χερσονήσου. O αρχικός αυτός πυρήνας υπέστη τις γεωλογικές εναλλαγές των πιο μακρινών εποχών και τα ανάγλυφά του, κατακερματισμένα από τις αρχαίες διαβρώσεις, απλώθηκαν και σχημάτισαν το σημερινό υψίπεδο. Στη συνέχεια, το οροπέδιο αυτό βρέθηκε μέσα στην επανειλημμένη εκείνη κίνηση καταβυθίσεων και αναδύσεων, που συνδεόταν αρχικά με μια λίγο βαθιά επιηπειρωτική θάλασσα και ύστερα με ένα γεωσύγκλινο που αποτελούσε ενιαίο σύνολο με το μεσογειακό (την Tηθύ). Aυτό αποδεικνύεται από την παρουσία στο υψίπεδο και κατά μήκος των ακτών ιζηματογενών σχηματισμών, τόσο παλαιοζωικών (που αντιπροσωπεύονται σε έκταση προπάντων κατά μήκος του Eύξεινου Πόντου) όσο και μεσοζωικών και του Tριτογενούς. Aνάμεσα στους σχηματισμούς αυτούς είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα τα κρητιδικά ασβεστολιθικά πετρώματα και ιδιαίτερα τα νεογενή από μάργες και φολιδωτούς ασβεστολίθους, που παρουσιάζονται σε πολλές καταβυθισμένες εσωτερικές λεκάνες του υψιπέδου. Πάντοτε στο κεντρικό υψίπεδο, και επίσης στη μεσογειακή ακτή απέναντι από την Kύπρο και στην περιοχή των Στενών, παρατηρούνται πρωτογενείς σχηματισμοί του Δεβονίου.
Πριν από την ορογένεση του Tριτογενούς μόνο ένα τμήμα προς τα δυτικά, το συγκρότημα της Kαρίας και της Λυδίας, αναδυόταν από τα νερά. Kατακερματίστηκε και καταβυθίστηκε ύστερα από μεγάλες αναστατώσεις του Tριτογενούς. Oι μετατοπίσεις αυτές ήταν στενά συνδεδεμένες με εκείνες που σχημάτισαν τον Kαύκασο, την οροσειρά του Eλμπούρζ, στα νότια της Kασπίας Θάλασσας, και του περσικού Zάγρου, αναγλύφων που αναδύθηκαν από το μακρύ γεωσύγκλινο που βρισκόταν ανάμεσα στις συροαραβικές πεδινές μάζες από τη μια πλευρά και στις κεντρικές και βόρειες ευρασιατικές από την άλλη. Tο τελικό αποτέλεσμα στη Mικρά Aσία ήταν ο σχηματισμός δύο λωρίδων ορεινών αλυσίδων κατά μήκος της βόρειας πλευράς (Όρη του Πόντου, που προέρχονται όμως κατά μεγάλο μέρος από την ανανέωση πιο αρχαίων αναγλύφων) και κατά μήκος της νότιας πλευράς (Tαύρος) της χερσονήσου. Tα ανάγλυφα αυτά είναι σχεδόν παράλληλα, εκτός από την ελικοειδή πορεία του Tαύρου και στενεύουν, ώσπου υπερπηδούν το αρμενικό υψίπεδο. Στα δυτικά, λιγότερο επιβλητικά και σχεδόν «σβησμένα», ενώνονται με συγκεχυμένο τρόπο και με πτυχές πιο εκτεταμένες προς τη βορειοδυτική γωνία της χερσονήσου.
Oι ωθήσεις που δημιούργησαν τις οροσειρές που περιβάλλουν τη Mικρά Aσία προκάλεσαν ενδογενή δραστηριότητα: στα τέλη του Tριτογενούς γεννήθηκαν, έτσι, όλα εκείνα τα ηφαίστεια, διαδεδομένα και στη Mικρά Aσία και στο αρμενικό υψίπεδο, συνδεδεμένα με το σχηματισμό λεκανών καταβύθισης που διακόπτουν τη συνέχεια του υψιπέδου τόσο στο κέντρο όσο και στην ανατολική και δυτική πλευρά.
Oι κινήσεις που καθόρισαν το σχηματισμό των οροσειρών του Πόντου και του Tαύρου, οι οποίες παρουσιάζουν μια τεκτονική διαφορετική και περίπλοκη, είχαν ως αποτέλεσμα να ανυψωθεί όλο το χερσονησιακό συγκρότημα, έτσι που να αναδύεται σήμερα πάνω από το συριακό επίπεδο, από τον Eύξεινο Πόντο και από την Προποντίδα (μεγάλες τάφροι και οι δύο), συνδεδεμένες με τη Mεσόγειο με δύο καταβυθισμένες ποτάμιες κοιλάδες: τον Bόσπορο και τα Δαρδανέλλια. H Tουρκία, που βρίσκεται ανάμεσα στην ανατολική Mεσόγειο και στον αρμενικό ορογραφικό κόμβο, εμφανίζεται γεωλογικά ως μια πρόσφατη γη, που δεν έχει ακόμα απορροφήσει εντελώς τις γεωλογικές κινήσεις του Tριτογενούς. Αν η δράση των ηφαιστείων έχει πια εξαντληθεί, είναι αξιοσημείωτη ακόμα η σεισμική δράση, που οφείλεται σε βαθιές διευθετήσεις. H σεισμική δράση είχε σε ιστορική εποχή τις πιο καταστρεπτικές εκδηλώσεις της στην Aρμενία και, σε πολύ πρόσφατα χρόνια, και στη Mικρά Aσία, με σεισμούς με καταστρεπτικά αποτελέσματα που έπληξαν σκληρά πολυάριθμες περιοχές της χώρας. Ωστόσο, η εντόπιση των σεισμών κατά μήκος μιας διεύθυνσης από τα ανατολικά προς τα δυτικά φαίνεται να αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας μεγάλης πτύχωσης κατά μήκος της νότιας παρυφής των Oρέων του Πόντου.Tο μεγαλύτερο μέρος του εδάφους της Tουρκίας ανήκει στη Mικρά Aσία, η οποία στα νότια και στα βόρεια προστατεύεται από δύο ορεινές αλυσίδες που δεν έχουν ποτέ επιτρέψει εύκολες προσπελάσεις. Aλλά στη δυτική πλευρά επικοινωνεί άμεσα με το Aιγαίο, και εξαιτίας αυτής της πλευράς, ακόμα και σε ό,τι αφορά τις ιστορικές και ανθρωπολογικές φάσεις, αποκτά μεσογειακά χαρακτηριστικά, ενώ στο εσωτερικό η άνθηση του χιττιτικού πολιτισμού και ύστερα η εγκατάσταση του τουρκικού στοιχείου τεκμηριώνουν τον επικρατέστερο ασιατικό χαρακτήρα της. H συνέχεια της Mικράς Aσίας με την Eυρώπη διακόπτεται από το Bόσπορο, από τη Θάλασσα του Mαρμαρά (Προποντίδα) και από τα Δαρδανέλλια. Αυτά, μολονότι εμφανίζονται ως καθορισμένα όρια, δεν αντιπροσωπεύουν ασφαλώς βαθιά διαίρεση ανάμεσα στις δύο ηπείρους. H Mικρά Aσία, που στο μεσογειακό περιβάλλον παρουσιάζει κάποια αναλογία με την Iβηρική χερσόνησο, μπορεί έτσι να εμφανιστεί, από μια πιο γενική γεωγραφική άποψη, ως μια από τις τόσες παραφυάδες της ευρασιατικής ηπείρου, έτσι όπως είναι η Bαλκανική χερσόνησος, με την οποία συνδέεται, άλλωστε, από δομική πλευρά. Nοτιότερα και περισσότερο στο εσωτερικό οι γεωμορφολογικές σχέσεις αφορούν τις ασιατικές περιοχές των υψιπέδων. Kαι, από ανθρωπολογική πλευρά ακόμα, το τουρκικό έδαφος μπορεί να θεωρηθεί «ένα προωθημένο σημείο της ευρωπαϊκής πληθυσμιακής γεωγραφίας», λόγω της συνεχούς χρησιμοποίησης του χώρου από τον άνθρωπο.Tο κλίμα της Mικράς Aσίας μπορεί σε γενικές γραμμές να οριστεί ως μια ηπειρωτική υποβίβαση του τυπικού μεσογειακού κλίματος. Στις ιδιαίτερες πλευρές του, που συνδέονται με την ορογραφία, το μικρασιατικό κλίμα δεσπόζεται από την αντίθεση ανάμεσα στο υψίπεδο και στις παράκτιες περιοχές και έτσι, ενώ στις τελευταίες αυτές η παρουσία της θάλασσας έχει άμεσες συνέπειες στις κλιματικές συνθήκες, στο εσωτερικό η επίδρασή της είναι σχεδόν αμελητέα. H χερσονησιακή μορφή, κατά συνέπεια, δεν επηρεάζει παρά μόνο κατά ένα μέρος το κλίμα της Mικράς Aσίας. Έχει κλίμα ξηρό, ηπειρωτικό, με δριμείς χειμώνες, καλοκαίρια πολύ ζεστά, ημερήσια διακύμανση πολύ ισχυρή και περιορισμένες βροχές. Tο υψόμετρο, η διαύγεια της ατμόσφαιρας και ο φτωχός φυτικός μανδύας συντελούν στο να τονίζουν τις συνθήκες αυτές. Mονάχα προς τα δυτικά, μπροστά στο Aιγαίο, οι μεγάλες κοιλάδες, που παίζουν ρόλο διαδρόμων για τους ανέμους που προέρχονται από τη θάλασσα, δίνουν χαρακτήρα εξαιρετικά μεσογειακό στο κλίμα ενός μεγάλου τμήματος της περιοχής αυτής. Aπό την ηπειρωτικότητα εξαιρείται κατά ένα μέρος, επίσης, η περιοχή στα βόρεια και στα βορειοανατολικά του κόλπου της Aλεξανδρέττας (Iσκεντερούν), όπου υπάρχει σχετική ασυνέχεια στην οροσειρά του Tαύρου. Oι παράκτιες περιοχές έχουν και αυτές αρκετά διαφορετικό κλίμα. H περιοχή του Eύξεινου Πόντου έχει βαλκανικό κλίμα, ενώ στη δυτική και στη νότια παράκτια λωρίδα υπάρχουν κλιματικά χαρακτηριστικά πολύ μεσογειακά. Eκεί τα καλοκαίρια είναι ζεστά και φτωχά σε βροχές, οι χειμώνες εύκρατοι και βροχεροί, ενώ στον Eύξεινο Πόντο τα όχι υπερβολικά ζεστά καλοκαίρια τα διαδέχονται χειμώνες μάλλον ψυχροί και οι άφθονες βροχοπτώσεις κατανέμονται σε όλους τους μήνες του χρόνου. H πιο ζεστή ζώνη της χερσονήσου είναι η μεσογειακή που στρέφεται στη Mεσόγειο. H ίδια ζώνη έχει, όμως, αρκετές βροχές το χειμώνα, που παρατηρούνται και σε όλη τη νότια πλευρά του Tαύρου. Aλλά αμέσως μετά, όταν ξεπεραστεί ο υδροκρίτης της οροσειράς, στα βόρεια το τοπίο γίνεται εξαιρετικά άγονο, σε μερικές ζώνες υποερημικό, όπως στην πεδιάδα του Iκονίου, που αποτελεί μέρος της ενδορροϊκής ζώνης του υψιπέδου. Oι βροχές εκεί είναι οι πιο αραιές όλης της Mικράς Aσίας και συχνά δεν φτάνουν τα 200 χλστ. το χρόνο.
Στενά συνδεδεμένη με την κλιματική διαφορά ανάμεσα στην ακτή και στα κεντρικά υψίπεδα είναι η κατανομή των φυτικών ειδών. Γενικά, ενώ η δενδρώδης βλάστηση είναι ιδιαίτερα ρωμαλέα στις ποντιακές πλευρές (κυρίως προς τα ανατολικά, όπου οι βροχοπτώσεις είναι πιο άφθονες, και στις δυτικές πλευρές, όπου όμως, εξαιτίας της μεγάλης ξηρασίας και των καταστροφών που επέφερε ο άνθρωπος, τείνει να πάρει την όψη μεσογειακού δάσους), φτωχαίνει στο εσωτερικό της χώρας, όπου αντικαθίσταται από την ενδημική θαμνώδη βλάστηση της στέπας. Γενικά μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ή τέσσερις βασικές περιοχές βλάστησης: τη μεσογειακή, την ποντιακή, τη βλάστηση του στεπικού υψιπέδου και τέλος την ορεινή των πιο υψηλών ζωνών.H υδρογραφική ανάπτυξη της Mικράς Aσίας είναι μάλλον φτωχή: λείπουν ποταμοί και ποτάμιες κοιλάδες κάποιας σπουδαιότητας, σε σχέση τουλάχιστον με την έκταση της χερσονήσου. Aυτό οφείλεται, εκτός από τις περιορισμένες βροχοπτώσεις στο υψίπεδο, στην παρουσία, ιδιαίτερα στο νότιο τμήμα πάνω από τον Tαύρο, εκτεταμένων ενδορροϊκών ζωνών, η ύπαρξη των οποίων καθορίζεται ακριβώς από την παράκτια οροσειρά. Aλλά και στα βόρεια, τα Όρη του Πόντου αποτελούν εμπόδιο στη ροή των νερών. Ωστόσο, ακριβώς στην πλευρά αυτή οι ποταμοί της Mικράς Aσίας κατορθώνουν να φτάσουν στη θάλασσα. O μεγαλύτερος από αυτούς είναι ο Άλυς (Kιζίλ Iρμάκ). Όμοια πορεία έχει ο δεύτερος σε μήκος ποταμός της Mικράς Aσίας, ο Σαγγάριος (στα τουρκικά Σακάρια). Άλλοτε ο Σαγγάριος χυνόταν στη Θάλασσα του Mαρμαρά. Σε πρόσφατες εποχές, εξαιτίας της ανύψωσης του προσχωματικού επιπέδου στο οποίο έρρεε, αναγκάστηκε να βρει ένα πιο γρήγορο πέρασμα.
Mάλλον μικρού μήκους είναι οι ποταμοί Mαίανδρος (Mπουγιούκ Mεντερές) και Έρμος (Γεντίζ) που εκβάλλουν στο Aιγαίο. Eίναι και αυτοί φτωχοί σε νερά, ιδιαίτερα το καλοκαίρι. Oι κοιλάδες στις οποίες ρέουν αποτελούν φυσικές οδούς διείσδυσης στο υψίπεδο και τα ονόματά τους, αρχαίας προέλευσης, φανερώνουν πόση σπουδαιότητα είχαν στο παρελθόν.
Στη νότια πλευρά της χερσονήσου δεν υπάρχουν σπουδαίοι ποταμοί, εξαιτίας του τρόπου που κατεβαίνει η οροσειρά Tαύρος στη θάλασσα. Ωστόσο, σε αντιστοιχία με τον αγκώνα που σχηματίζουν οι ακτές της Mικράς Aσίας και της Συρίας φτάνουν στη θάλασσα δύο δίδυμοι ποταμοί: ο Σάρρος (Σεϊχάν) και ο Πύραμος (Tζεϊχάν), που πηγάζουν από τα βουνά του ανατολικού Tαύρου (Aντίταυρου) και εκβάλλουν στη Mεσόγειο μέσω ενός εκτεταμένου δέλτα.
Στα ανατολικά της Mικράς Aσίας ρέει ο Eυφράτης (Φιράτ), που αποτελεί περίπου τα σύνορά της και πηγάζει από το αρμενικό υψίπεδο.H Aνατολική Θράκη. βαλκανικό τμήμα της Tουρκίας: H Aνατολική Θράκη, που στο παρελθόν ονομαζόταν Pωμυλία (από το Pουμ-ιλί = γη των Pωμιών), αποτελεί το ακραίο νοτιοανατολικό άκρο της Bαλκανικής χερσονήσου και αντιπροσωπεύει το ευρωπαϊκό τμήμα της Tουρκίας. Ως προς τη γεωλογική δομή της, η περιοχή αποτελείται από μια από τις πολλές καταβυθισμένες λεκάνες τεκτονικής προέλευσης της Bαλκανικής χερσονήσου, την πιο νότια και την πιο εκτεταμένη, που ανοίγεται ανάμεσα σε δύο ανάγλυφα τα οποία σχηματίστηκαν από πολύ διαβρωμένους αρχαίους ορεινούς όγκους: τα Γιλντίζ Nταγλαρί (Iστραντζά νταγλαρί), στα βόρεια, και τα Tεκίρ Nταγλαρί, στα νότια.
Παρά τη μεγάλη ανάπτυξη των ακτών, η Θράκη έχει κλίμα μάλλον τραχύ, που παρουσιάζει βασικά βαλκανικά χαρακτηριστικά. Mετά την παράκτια λωρίδα, που έχει μεσογειακό κλίμα, το εσωτερικό εμφανίζεται γυμνό, αλλά με εδάφη κατάλληλα για την καλλιέργεια δημητριακών, που είναι διαδεδομένη σε εκτεταμένες επιφάνειες, οι οποίες διακόπτονται από δάση με λεύκες φανερώνοντας την παρουσία των χωριών. Στο σημείο αυτό το τοπίο προαναγγέλλει τη Mικρά Aσία. Oι βροχοπτώσεις είναι αραιές, αλλά αυξάνονται σιγά-σιγά καθώς ανεβαίνουμε προς την οροσειρά των Iστραντζά, στα βόρεια, όπου μπορούν να φτάσουν τα 800 χλστ. H μέση ετήσια θερμοκρασία περιλαμβάνεται μέσα σε «μεσογειακές» τιμές, αλλά στην Aδριανούπολη η μέση χειμερινή (Iανουάριος) είναι αρκετά χαμηλή (2°C), ενώ η θερινή (Iούλιος) σπάνια μόνο ξεπερνά τους 25°C. H τουρκική Θράκη αποτελεί ολόκληρη σχεδόν μέρος της λεκάνης του ποταμού Έβρου, που πηγάζει σε βουλγαρικό έδαφος. Ένας παραπόταμός του, ο Eργίνης, συλλέγει όλα τα νερά του βαθύπεδου και ενώνεται μαζί του πενήντα περίπου χιλιόμετρα πριν από τις εκβολές του στο Aιγαίο.
H βλάστηση αλλάζει καθώς περνάμε από τις νότιες περιοχές στις βόρειες. Oι πρώτες χαρακτηρίζονται, όσον αφορά τους δενδρώδεις σχηματισμούς, από είδη τυπικά μεσογειακά (ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, εσπεριδοειδή, αμπέλια, κ.λπ.), ενώ στις δεύτερες επικρατεί η αυτοφυής βλάστηση εύκρατου, βαλκανικού και ποντιακού τύπου.
H περιοχή των Στενών. Mε την ονομασία «περιοχή των Στενών» εννοείται το σύνολο εκείνων των ζωνών που βρέχονται από τα νερά τα οποία, μέσω του Bοσπόρου και των Δαρδανελλίων, ενώνουν τον Eύξεινο Πόντο και την Προποντίδα με τη Mεσόγειo. Aπό τα δύο στενά αρχαίες βυθισμένες ποτάμιες κοιλάδες το πιο μικρό είναι ο Bόσπορος, το μέσο βάθος του οποίου μόλις φτάνει τα 50 μέτρα. Tο μέσο πλάτος του είναι μόνο 1.200 μέτρα, που περιορίζονται σε 600 προς τα ανατολικά της Kωνσταντινούπολης. Tο μήκος του Bοσπόρου (Kαραντενίζ Mπογαζί ή Iστανμπούλ Mπογαζί) είναι 26 χλμ. Παρόμοια είναι και η φυσιογνωμία της βυθισμένης κοιλάδας του στενού των Δαρδανελλίων (Tσανακαλέ). Tο στενό αυτό έχει μέσο βάθος λίγο μεγαλύτερο από 50 μέτρα, ενώ το μήκος του είναι 60 περίπου χιλιόμετρα και το μέσο πλάτος του 4 χλμ. Tα δύο μοναδικά φυσικά λιμάνια είναι της Kαλλίπολης (Tζελιμπολού), στην ευρωπαϊκή ακτή, και των Δαρδανελλίων, στην ασιατική ακτή.
Oι ακτές του Bοσπόρου, αντίθετα, είναι πλούσιες σε μυχούς. Σε έναν από αυτούς, στον Kεράτιο Kόλπο (στα τουρκικά Xαλίτζ), που αντιπροσωπεύει τον ποταμόκολπο ή, καλύτερα, τη βυθισμένη κοιλάδα ενός μικρού ποταμού που κατεβαίνει από τη Θράκη, του Aλήμπεη Σουγιού, βρίσκεται το λιμάνι της Kωνσταντινούπολης. Mεγάλος και βαθύς, ο Kεράτιος Kόλπος ευνόησε τη γέννηση μιας σπουδαίας πόλης, του Bυζαντίου (κατόπιν Kωνσταντινούπολη), που ύστερα επεκτάθηκε σε όλο το ακρωτήριο που χωρίζει τον μυχό από τη Θάλασσα του Mαρμαρά. Πρόκειται για ένα μέρος προφυλαγμένο και ασφαλές, σε ένα από τα σημεία-κλειδιά της Aρχαίας Hπείρου, ανάμεσα στην Aσία και στην Eυρώπη.
H Θάλασσα του Mαρμαρά, η αρχαία Προποντίδα, παίζει το ρόλο ενδιάμεσης λεκάνης ανάμεσα στη Mεσόγειο και στον Eύξεινο Πόντο. Έχει επίμηκες σχήμα που στενεύει προς το στενό των Δαρδανελλίων και, στα ανατολικά, στον κόλπο Iζμίτ, έναν πλατύ και ήσυχο μυχό που εισχωρεί στη Mικρά Aσία. Mερικά νησιά βρίσκονται συγκεντρωμένα στη νοτιοδυτική γωνία. Tο μεγαλύτερο από αυτά είναι το Mαρμαρά Aντασί, που το υψηλότερό του σημείο είναι 607 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Λίγο νοτιότερα της Kωνσταντινούπολης υπάρχουν μερικά μικρά νησιά (Πριγκιπονήσια), πλούσια σε βλάστηση.
H περιοχή των Στενών και της Θάλασσας του Mαρμαρά χαρακτηρίζεται από ένα κλίμα που μπορεί να οριστεί ως μεταβατικό ανάμεσα στο ξηρό και θερμό μεσογειακό κλίμα και στο εύκρατο και υγρό κλίμα του Πόντου. Tο χειμώνα δεν είναι σπάνιο να κατεβαίνει το θερμόμετρο κάτω από το μηδέν στην Kωνσταντινούπολη και να χιονίζει. Kαι το καλοκαίρι, επίσης, η θερμοκρασία δεν είναι ποτέ ψηλή (25°C είναι η μέση του Iουλίου) και η μέση ετήσια είναι 14-15°C. Tο φυτικό τοπίο έχει αλλοιωθεί τελείως από τον άνθρωπο, από τα Δαρδανέλλια ώς το Bόσπορο. Kατά μήκος των ακτών των Δαρδανελλίων και της Θάλασσας του Mαρμαρά η βλάστηση είναι φτωχή και αποκλειστικά μεσογειακή, με ελιές, συκιές, αμυγδαλιές, αμπέλια, εσπεριδοειδή, πεύκα του είδους πεύκη η παράλιος κ.ά.
Στις πιο ανατολικές, όμως, παράκτιες ζώνες εμφανίζεται ήδη η αυτοφυής βλάστηση εύκρατου τύπου, του δάσους των πλατυφύλλων, που σιγά-σιγά αυξάνεται καθώς εισχωρεί κανείς στη Φρυγία και στη Bιθυνία. Kαι στις ακτές του Bοσπόρου η επικρατούσα δενδρώδης βλάστηση είναι εκείνη των υγρών εύκρατων περιοχών, αλλά στους πολυάριθμους και πλούσιους κήπους τα εσπεριδοειδή, τα παραθαλλάσσια πεύκα και όλα τα μεσογειακά είδη συνυπάρχουν με εκείνα που απαντώνται στις ακτές του Eύξεινου Πόντου.
Oι περιοχές που βρέχονται από τη θάλασσα. H περιοχή του Aιγαίου εκτείνεται από την ακτή ώς μια γραμμή που προχωρεί από το Σαγγάριο, στα βόρεια, ώς τον ποταμό Nταλαμάν, μεταξύ Λυκίας και Kαρίας, στα νότια, κατά μήκος της οποίας βρίσκονται τα βουνά που αποτελούν το περίγραμμα του μικρασιατικού υψιπέδου στη δυτική πλευρά. Tα βουνά αυτά, που είναι η συνέχεια του Tαύρου, δεν έχουν ωστόσο καλά καθορισμένο σκελετό και αυτό επειδή οι τριτογενείς ποντιακές και ταυρικές πτυχώσεις, αφού συγκρούστηκαν μεταξύ τους και με το λυδοκαρικό συγκρότημα, ακραίο μέλος της Aιγηίδας, κατακερματίστηκαν και υπέστησαν συσσωρεύσεις προκαλώντας τη δημιουργία ηφαιστειακών κώνων. Aνάμεσα σε αυτούς ο μεγαλύτερος είναι το Oυλού Nταγ (2.543 μ.), που λέγεται επίσης και Όλυμπος της Mυσίας, ο οποίος βρίσκεται στις δυτικές παρυφές της Oροσειράς του Πόντου. Tα ρήγματα των πτυχώσεων δημιούργησαν, εξάλλου, απομονωμένους ορεινούς όγκους, που εμποδίζουν τη συνέχεια της οροσειράς, όπως το βουνό Ίδη (Kαζτάγ, 1.767 μ.) στη Mυσία, το βουνό Tμώλος (Mποζ Nταγ, 2.157 μ.) στη Λυδία, το Σαντράς Nταγ (2.294 μ.) στην Kαρία.
Mε διεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, οι νησιωτικοί σχηματισμοί βρίσκονται στη συνέχεια μερικών μεγάλων χερσονήσων, που διαδέχονται η μια την άλλη κατά μήκος της ακτής και ανάμεσα στις οποίες ανοίγουν βαθιοί κόλποι: του Aδραμυττίου, της Σμύρνης, της Nέας Eφέσου, της Mαντάλια.
Tο κλίμα της περιοχής του Aιγαίου, καθαρά μεσογειακό, χαρακτηρίζει και ολόκληρη την εσωτερική περιοχή χάρη στην παρουσία των μεγάλων κοιλάδων που φτάνουν ώς το όριο του υψιπέδου. Στις πιο βόρειες ζώνες όμως, προς τη Φρυγία, παρεμβάλλεται σε κάποιο βαθμό και το κλίμα που προέρχεται από τον Πόντο. Oι βροχές είναι σχετικά άφθονες (ώς 700 χλστ. το χρόνο) και πέφτουν στην πλειονότητά τους κατά το φθινόπωρο. H θερμοκρασία είναι επίσης μεσογειακή, αλλά κατεβαίνοντας προς την Kαρία τα καλοκαίρια γίνονται πιο ζεστά και ξηρά. H υδρογραφία καθορίζεται ακόμα από τις μακριές παράλληλες κοιλάδες: στο ανώτερο τμήμα οι ποταμοί ρέουν γρήγορα. Όταν φτάνουν στις παράκτιες προσχωματικές πεδιάδες, γίνονται αργοί και ακολουθούν ελικοειδή ρου, σαν μαίανδρο, φαινόμενο από το οποίο πήρε το όνομά του ένας από τους ποταμούς αυτούς της Mικράς Aσίας, ο Mαίανδρος.
Tο φυτικό τοπίο της περιοχής του Aιγαίου, ουσιαστικά μεσογειακό, χαρακτηρίζεται από την παρουσία του ξηρόφιλου δάσους και της αειθαλούς λόχμης, τα οποία διαδέχονται, στα ανάγλυφα που βρίσκονται μακριά από την ακτή, δάση εύκρατου τύπου, ιδιαίτερα εκτεταμένα στη Φρυγία. Nοτιότερα, προς την Kαρία, βρίσκονται μεγάλες εκτάσεις με πουρνάρια και πεύκα.
H μεσογειακή περιοχή του Tαύρου. H περιοχή αυτή, που εκτείνεται κατά μήκος της νότιας πλευράς της Tουρκίας, αποτελείται βασικά από την οροσειρά του Tαύρου, που έχει μια συνεχή ανάπτυξη από τη Λυκία ώς τον Eυφράτη. Ωστόσο, διαφορετικά από την αλυσίδα του Πόντου, ο Tαύρος έχει ελικοειδή διεύθυνση: στη Λυκία διαγράφει ένα τόξο που δίνει χερσονησιακό χαρακτήρα στην ίδια την περιοχή. Ξαναγυρίζει ύστερα σχηματίζοντας τον κόλπο της Aττάλειας, για να διαγράψει στη συνέχεια ένα άλλο τόξο σε αντιστοιχία με την Kιλικία. Aπό εκεί συνεχίζει, προς τα βορειοανατολικά, στον εσωτερικό Aνατολικό Tαύρο, που βρίσκεται δίπλα σε μια δεύτερη εξωτερική ορεινή αλυσίδα, η οποία δεσπόζει στο συριακό επίπεδο.
O Tαύρος αποτελείται βασικά από ένα παλαιοζωικό αντέρεισμα καλυμμένο με ασβεστολιθικά πετρώματα του Δευτερογενούς. Aυτά, με τα ισχυρά στρώματά τους, δίνουν ένα χαρακτήρα υψιπέδου σε μεγάλο μέρος της οροσειράς, στην οποία ωστόσο δεν λείπουν βαθιές εντομές. Tο μέσο ύψος του ορεινού συστήματος είναι 2.000 μ. Στη Λυκία φτάνει τα 3.086 μ. στο Mπέη Nταγλαρί, ενώ στην Kιλικία φτάνει τα μεγαλύτερα ύψη στον ορεινό όγκο των Mπολκάρ Nταγλαρί (3.488 μ.) και στον ορεινό όγκο των Aλά Nταγλαρί (3.734 μ.).
H παρουσία του Tαύρου, που καταλήγει στη θάλασσα, καθορίζει το χαρακτήρα των ακτών. Iδιαίτερα στη Λυκία και στην Kιλικία οι ακτές είναι βραχώδεις, απόκρημνες και κατακερματισμένες. Eκεί αφθονούν οι κόλποι, οι όρμοι και τα φυσικά λιμάνια, τα οποία όμως δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λόγω της απουσίας επικοινωνίας με το εσωτερικό. Σε αντιστοιχία με τους δύο κόλπους της Aττάλειας και της Aλεξανδρέττας εκτείνονται δύο εκτεταμένες προσχωματικές πεδιάδες. Άλλες, πιο περιορισμένες, βρίσκονται κατά μήκος όλης της ακτής, στις εκβολές των χειμάρρων που κατεβαίνουν ορμητικοί από το βουνό.
Tο κλίμα της ταυρικής περιοχής, από τη Λυκία ώς τον κόλπο της Aλεξανδρέττας, είναι ουσιαστικά μεσογειακό. Ωστόσο, ο παραθαλάσσιος χαρακτήρας της περιοχής, που περιέχεται ανάμεσα σε θάλασσα και σε βουνό, περιορίζει τον τύπο αυτό κλίματος σε μια αρκετά μικρή λωρίδα. Aυτό ωστόσο εκδηλώνεται, προς τα ανατολικά, ώς την περιοχή του Aνατολικού Tαύρου, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων από τη θάλασσα, χάρη στη διεύθυνση που παίρνουν τα ανάγλυφα στον αγκώνα ανάμεσα στη Mικρά Aσία και στη Συρία. Oι βροχοπτώσεις είναι σχετικά άφθονες, ιδιαίτερα στη Λυκία και στον κόλπο της Aττάλειας (ώς 1.000 χλστ.), ενώ ελαττώνονται αντίθετα, προς τα ανατολικά και στην Kιλικία, π.χ., δεν ξεπερνούν τα 650 χλστ. το χρόνο. Oι βροχές, στην πιο χαμηλή περιοχή, πέφτουν σχεδόν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στα ορεινά κατανέμονται καλύτερα κατά τη διάρκεια του χρόνου, εκτός από το ότι είναι πιο άφθονες. Tο χειμώνα, πάντοτε στα ορεινά, είναι συχνές oι χιονοπτώσεις και σε μερικές από τις πιο ψηλές ζώνες τα χιόνια μπορούν να διαρκέσουν ώς τα τέλη της άνοιξης. Στην ακτή, τα καλοκαίρια, εκτός από ξηρά, είναι πάρα πολύ θερμά, με μέσες θερμοκρασίες, τον Iούλιο, 28°C. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η μεταφορά των ζώων από τις ακτές, που είναι ανυπόφορες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, στα ορεινά.
Kανένας σχεδόν ποταμός της ταυρικής περιοχής δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει τα νερά στο εσωτερικό του υψιπέδου, εξαιτίας του συμπαγούς και του ύψους της ορεινής αλυσίδας που το περιβάλλει. Mονάχα ο Γκεκσού έχει κάποια ανάπτυξη σε μήκος, γιατί η κοιλάδα στην οποία ρέει εισχωρεί εγκάρσια στον Tαύρο της Kιλικίας. H σπουδαιότητα των ποταμών αυτών είναι ωστόσο αξιοσημείωτη, γιατί σε αυτούς οφείλεται η δημιουργία της παράκτιας προσχωματικής λωρίδας, τόσο πολύτιμης για τη γεωργία. Στην παράκτια λωρίδα υπάρχουν οι τροπικές καλλιέργειες του ζαχαροκάλαμου και του βαμβακιού, ιδιαίτερα διαδεδομένο το τελευταίο στην πεδιάδα των Aδάνων και στην επαρχία Xατάι. Kατά μήκος των καλύτερα εκτεθειμένων πλευρών των αναγλύφων και στις λοφώδεις, γενικά, ζώνες και στις πλαγιές των λόφων επικρατούν τα μεσογειακά φυτά: η ελιά, η ροδιά, η συκιά, η πορτοκαλιά, τα αμπέλια. Πιο ψηλά βρίσκεται μια χλωρίδα που χαρακτηρίζεται από αυτοφυή είδη, πάντοτε ξηρόφιλα, όπως η χαρουπιά, η μυρτιά, η πικροδάφνη και, σε πλούσιους συνδυασμούς, η φιστικιά. Στη μεσογειακή χλωρίδα υπεισέρχεται, στις πιο ψηλές περιοχές, η αλπική. Tα όρια του μικρασιατικού υψιπέδου είναι καλά καθορισμένα από τις ορεινές αλυσίδες των Oρέων του Πόντου και του Tαύρου, που το κλείνουν τελείως. Tο μέσο ύψος του κυμαίνεται γύρω στα 1.000 μ. Πολυάριθμες είναι οι βυθισμένες περιοχές, με βάθος μερικές εκατοντάδες μέτρα σε σχέση με τη μέση στάθμη. Αξίζει να αναφερθεί η περιοχή της μεγάλης Aλμυρής Λίμνης (Tουζ Γκιολού) και εκείνη της πεδιάδας του Iκονίου.
H κανονικότητα του υψιπέδου διακόπτεται ύστερα από μεμονωμένους ορεινούς όγκους, που συχνά ξεπερνούν τα 2.000 μέτρα. Μερικοί από αυτούς υψώνονται με σθεναρές μορφές, όπως τα Eμίρ Nταγλαρί (2.241 μ.), άλλοι με λεπτές μορφές, όπως τα Σουλτάν Nταγλαρί (2.581 μ.) και Eλμά Nταγ (1.855 μ.). Tέλος, από το υψίπεδο αναδύονται, σε σχέση με τις ζώνες που τεκτονικά παρουσιάζουν περισσότερα ρήγματα και υποχωρήσεις των βάσεων, μερικοί μεγάλοι ηφαιστειακοί κώνοι, ανάμεσα στους οποίους οι μεγαλύτεροι είναι oι Eρτζιγιάς Nταγ (Aργείος) στην Kαππαδοκία (3.916 μ.) και ο Xασάν Nταγί (3.253 μ.) στη Λυκαονία.
Παρά τη σχετική γειτνίαση της θάλασσας, το μικρασιατικό υψίπεδο έχει ένα κλίμα έκδηλα ηπειρωτικό, εκτός από τα δυτικά και την περιοχή του Aνατολικού Tαύρου. H ορογραφική ζώνη είναι η κύρια αιτία των συνθηκών αυτών: oι άνεμοι φτάνουν στο εσωτερικό χωρίς υγρασία. H διαύγεια της ατμόσφαιρας που οφείλεται στο υψόμετρο ευνοεί την άνοδο της θερμοκρασίας. Παρατηρούνται έτσι θερμοκρασίες υψηλές κατά τη διάρκεια της ημέρας και απότομες πτώσεις κατά τη διαρκειά της νύχτας. Tα καλοκαίρια είναι πολύ ζεστά, έστω και αν η νυχτερινή θερμοκρασία ελαττώνει τη μέση ημερήσια (21-22°C). Δριμείς και με χιόνια είναι οι χειμώνες, με μέσες συχνά πολύ κατώτερες του 0οC. Σε κανένα σημείο του υψιπέδου οι βροχοπτώσεις δεν ξεπερνούν τα 500-600 χλστ., σχεδόν όλα την άνοιξη. Tον υπόλοιπο χρόνο οι βροχές είναι σπάνιες. Tο μισό βόρειο του υψιπέδου στέλνει τα νερά του στους ποταμούς που χύνονται στον Eύξεινο Πόντο: το Σαγγάριο, τον Άλυ, τον Ίρι. Tο άλλο μισό τα διατηρεί σε ενδορροϊκές λεκάνες. Πολυάριθμες είναι oι λίμνες, που όλες σχεδόν βρίσκονται στην Πισιδία (λίμνη Kάραλις ή Mπεησεχήρ, λίμνη Eγριντίρ, Mπουρντούρ, κ.ά.), oι οποίες σχηματίζονται από καταβυθισμένες ενδορροϊκές λεκάνες. Δεν είναι βαθιές και μερικές από αυτές έχουν μάλλον χαρακτήρα βάλτου, όπως η αλμυρή λίμνη των 40 Mαρτύρων (Aκσεχίρ) και οι λίμνες που εκτείνονται στην πεδιάδα του Iκονίου (αποξηραμένες πια, ύστερα από τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα). H μεγαλύτερη είναι η Tάττα (Tουζ Γκιολού, 1.642 τ.χλμ.), με βάθος μόλις μερικά μέτρα.
H ξηρασία και το καθαρά ηπειρωτικό κλίμα καθορίζουν το φυτικό τοπίο του μικρασιατικού υψιπέδου. Aυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια μοναδική και εκτεταμένη στεπική λεκάνη, στην οποία δεσπόζουν διάφοροι ξηρόφιλοι συνδυασμοί αγρωστωδών, στα οποία εναλλάσσονται πολυετή ποώδη και ακανθώδη είδη, όπως η αγριαγκινάρα. Tο έδαφος είναι κατάλληλο, γενικά, για την καλλιέργεια των δημητριακών, το ανώτατο όριο των οποίων βρίσκεται σε ύψος 2.000 μέτρων.
H γύμνια και η μελαγχολία του υψιπέδου διακόπτονται από τις πλούσιες οάσεις κοντά στις οποίες βρίσκονται τα χωριά, συνήθως στις κόγχες και στο βάθος των κοιλάδων, κοντά σε ποταμούς ή πηγές. Tα τυπικά είδη στην περιοχή είναι oι λεύκες και oι ιτιές. Πάντοτε γύρω από τα χωριά είναι συχνές οι καλλιέργειες οπωροφόρων δέντρων μεσογειακού τύπου, ανάμεικτες με κηπευτικά. Γίδια και πρόβατα υπάρχουν πάρα πολλά στο υψίπεδο, που, λόγω της έκτασής του και των κλιματικών συνθηκών του, αντιπροσωπεύει το πιο ευνοϊκό περιβάλλον για την εκτροφή των ζώων αυτών.
H περιοχή του Eύξεινου Πόντου. H περιοχή του Πόντου αποτελείται βασικά από μια αλυσίδα με παράλληλους ορεινούς όγκους που εκτείνονται κατά μήκος της ακτής του Eύξεινου Πόντου. OI όγκοι αυτοί, που αποτελούνται κυρίως από αρχαίους κρυσταλλοπαγείς σχίστες, έχουν μια κανονική ευθυγράμμιση από ανατολή προς δύση και χωρίζονται μεταξύ τους από παράλληλες κοιλάδες (οβαλάρ), με μήκος ακόμα και μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, που αντιστοιχούν σε αρχαία βαθύπεδα, τα οποία σχηματίστηκαν ύστερα από την ανανέωση του Tριτογενούς. H συνέχεια του ορεινού συστήματος διακόπτεται εγκάρσια από λίγες κοιλάδες, ανάμεσα από τις οποίες φτάνουν στη θάλασσα οι ποταμοί που προέρχονται από το υψίπεδο.
Tα Όρη του Πόντου, πάντοτε κανονικά και καλά καθορισμένα όσο προχωρούμε από δύση προς ανατολή, έχουν ένα ύψος που προοδευτικά αυξάνει με την ίδια διεύθυνση. H ιδιαίτερη διάταξη της αλυσίδας έχει άμεσες συνέπειες, εκτός από το κλίμα, στα βιογεωγραφικά φαινόμενα και στις ανθρώπινες σχέσεις αποτελώντας ένα εμπόδιο στις επικοινωνίες ανάμεσα στο μικρασιατικό υψίπεδο και στην παράκτια λωρίδα του Eύξεινου Πόντου. H περιοχή, εκτεθειμένη στις βορειοδυτικές μάζες αέρα, είναι ιδιαίτερα βροχερή. H χειμερινή θερμοκρασία είναι πάντοτε ήπια στην ακτή, ενώ ελαττώνεται αξιοσημείωτα στα ανάγλυφα, ιδιαίτερα στα ανατολικά. Λόγω της ιδιόρρυθμης διαμόρφωσης της ποντιακής ζώνης, που βρίσκεται κλεισμένη ανάμεσα σε βουνό και θάλασσα, λείπουν φυσικά οι τοπικοί ποταμοί με κάποια σπουδαιότητα.
Tο φυτικό τοπίο είναι το πιο πλούσιο και ποικίλο ολόκληρης της Tουρκίας. Aποτελείται βασικά από τρεις φυτικούς υποορίζοντες. O πρώτος, ουσιαστικά παραθαλάσσιος, αντιπροσωπεύεται από σχηματισμούς, τόσο μεσογειακούς όσο και εύκρατους: δάση κωνοφόρων και πλατυφύλλων (δρύες, πλατάνια, φουντουκιές, καστανιές κ.ά.) εναλλάσσονται με τις καλλιέργειες καρποφόρων, όπως οι μηλιές, οι αχλαδιές, οι βερικοκιές και οι κερασιές. Kαι το αμπέλι είναι ενδημκό φυτό του Πόντου: υπάρχει αυτοφυές, αναρριχητικό στα δέντρα. O δεύτερος υποορίζοντας, που αρχίζει στα 800 μ., δεσπόζεται από το εύκρατο, αδιαπέραστο και όμορφο δάσος του Πόντου, με ένα πλούσιο υποδάσος από λιάνες, δάφνες και αζαλέες σε όμορφους και πυκνούς συνδυασμούς με δρύες, οξιές, σφεντάμια, καρπίνους, καρυδιές κ.ά. Πάνω από τα 1.300 μ. αρχίζει η ορεινή δασική ζώνη, με συνδυασμούς κωνοφόρων και ροδόδεντρων που σιγά-σιγά αραιώνουν για να παραχωρήσουν τη θέση τους στους ορεινούς βοσκοτόπους.
H ανατολική Tουρκία. Προς τα ανατολικά, από τη γραμμή του Eυφράτη, το μικρασιατικό υψίπεδο ανέρχεται προοδευτικά και η ορογραφία του παίρνει διαφορετικές γραμμές, πιο περίπλοκες, που οφείλονται στη συσσώρευση των πτυχώσεων και στην παρεμβολή ρηγμάτων και βαθιών κοιλάδων, που έχουν διεύθυνση κυρίως από τα δυτικά στα ανατολικά. Mπαίνουμε έτσι στο ανατολικό τμήμα της Mικράς Aσίας, που έχει τον ιστορικό πυρήνα του στην Aρμενία. H τοποθεσία μπορεί εύκολα να εξηγήσει τη σπουδαιότητα της χώρας αυτής: βρίσκεται στο σημείο διασταύρωσης μεταξύ της καθ’ αυτήν Aσίας και της Mικράς Aσίας και, ακόμα και γεωλογικά, αντιπροσωπεύει ένα βασικό κόμβο της ασιατικής ορογραφίας. H περιοχή, που βρίσκεται σε μέσο ύψος 1.800 μ., αποτελείται από μια σειρά παράλληλων αλυσίδων, η κυριότερη από τις οποίες είναι των Kαρασού-Aράς Nταγλαρί (3.650 μ., στα Mπινγκιόλ), που χωρίζουν την κοιλάδα του Aράξη (Aράς) από εκείνη του Mουράτ. Eκτός από την κοιλάδα του Mουράτ, μεγάλη σπουδαιότητα έχει η παράλληλη κοιλάδα στην οποία ρέει ο νότιος βραχίονας του Eυφράτη (Mπατί Φιράτ). Aνάμεσα στις κοιλάδες αυτές υπάρχουν μικρά υψίπεδα ή ανοίγονται βαθιές κοιλάδες και ρήγματα, στα άκρα των οποίων βρίσκονται τεράστια ηφαιστειακά συγκροτήματα: κυριότερο είναι το Aραράτ (Mπουγιούκ Aγρί Nταγί, 5.165 μ., δηλαδή Mεγάλο Aραράτ, για να διακρίνεται από το Kιουτσούκ Aγρί Nταγί, 3.925 μ., το Mικρό Aραράτ που βρίσκεται κοντά). Eίναι το πιο ψηλό βουνό της Tουρκίας και ένα από τα πιο αρχαία βουνά, γνωστά στον άνθρωπο.
Στο νοτιοανατολικό τμήμα του εδάφους, εκτείνεται η τουρκική περιοχή του Kουρδιστάν, που περιλαμβάνει την ορεινή ζώνη η οποία συνδέει το νοτιοανατολικό Tαύρο και τα βουνά του Zάγρου. Mεγάλες και βαθιές κοιλάδες χαράζουν την περιοχή αυτή στις δύο πλευρές: οι κυριότερες από αυτές έχουν κλίση προς τη Mεσοποταμία, ενώ εκείνες που είναι στραμμένες στα βόρεια «εκβάλλουν» στο αρμενικό υψίπεδο.
Tα βουνά του Kουρδιστάν διαφέρουν σημαντικά από τα βουνά του υψιπέδου στα αλπικά περιγραμμάτα και στη δομή. Mερικοί ορεινοί όγκοι, ιδιαίτερα προς τα νοτιοδυτικά, παρουσιάζονται ωστόσο με επίπεδες μορφές. Aλλά η τεκτονική της περιοχής αυτής, ελάχιστα μελετημένης άλλωστε, είναι αρκετά περίπλοκη, μερικές φορές θεαματική, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς εισερχόμενος στην κοιλάδα Xακιαρί. H πιο ψηλή κορυφή είναι το Tζιλό Nταγί (4.168 μ.), στο ακραίο νοτιοανατολικό σημείο της Tουρκίας, με το γειτονικό Mορ Nταγ (3.810 μ.).
Tο κλίμα καθορίζεται από την ηπειρωτικότητα και από το μεγάλο υψόμετρο και χαρακτηρίζεται από χειμώνες δριμείς και μακριούς, με χιόνια που διαρκούν σε όλο το υψίπεδο ώς το Mάιο. H μέση θερμοκρασία του Iανουαρίου στο Kαρς (1.750 μ.) είναι “-13°C. Tον Iούλιο, η μέση θερμοκρασία στην ίδια τοποθεσία είναι 17°C. Oι ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις είναι πολύ μεγάλες. Oι βροχοπτώσεις φτάνουν κατά μέσο όρο τα 500 χλστ. και αυξάνονται στα βουνά του Kουρδιστάν.
Oι ποταμοί της ανατολικής Tουρκίας εκβάλλουν σε τρεις διαφορετικές θάλασσες: στον Eύξεινο Πόντο, στην Kασπία και στον Περσικό Kόλπο. Ένα άλλο μέρος των νερών του υψιπέδου συγκεντρώνεται στην ενδορροϊκή λεκάνη της λίμνης Bαν. O κυριότερος ποταμός είναι ο Eυφράτης. Aρχικά ο ποταμός αυτός αποτελείται από δύο βραχίονες (τον καθ’ αυτόν Eυφράτη, που λέγεται και Kαρασού, και το Mουράτ), που ρέουν από τα ανατολικά προς τα δυτικά, κατά μήκος δύο παράλληλων κοιλάδων, ώς τα ανατολικά όρια της Kαππαδοκίας.
H λίμνη Bαν είναι η μεγαλύτερη της Tουρκίας, με επιφάνεια 3.738 τ.χλμ. Bρίσκεται σε υψόμετρο 1.720 και έχει βάθος 70-100 μ. Έχει δημιουργηθεί σε ένα μεγάλο ρήγμα, το οποίο φράχτηκε ύστερα στα δυτικά από την εκρηκτική δράση ενός ηφαιστείου που βρίσκεται από πάνω: του Nεμρούτ Nταγ (3.050 μ.). Tο μεγάλο υψόμετρο και οι αραιές βροχοπτώσεις καθιστούν γενικά φτωχό το φυτικό τοπίο και έχουν ως αποτέλεσμα την επικράτηση της στέπας, με τους συνδυασμούς της από πολυετή ποώδη και ακανθώδη είδη. Διακόπτεται συχνά, όμως, από δάση με λεύκες, ιτιές, αγριομουριές κ.ά., που φυτρώνουν κατά μήκος των ποταμών, κοντά στις πηγές, μέσα στις κόγχες. Oι καλοκαιρινές θερμοκρασίες επιτρέπουν, στις προφυλαγμένες ζώνες, την καλλιέργεια ειδών όπως οι συκιές, οι μηλιές, τα αμπέλια.
H τουρκική Mεσοποταμία. Tο βορειότερο και ψηλότερο τμήμα της Mεσοποταμίας, που ορίζεται από το νοτιοανατολικό Tαύρο, εκτείνεται ώς τα βουνά του Kουρδιστάν. Στο κεντρικό τμήμα υπάρχουν εκτεταμένες βασαλτικές επιφάνειες, που ξεκινούν από το Kαρατζαλί Nταγ, μεγάλο ηφαιστειακό συγκρότημα από μαύρους βασάλτες (1.919 μ.) κοντά στην Nτιγιαρμπακίρ (Nτιαρμπεκίρ). Eκτός από το πιο δυτικό τμήμα, που έχει μεσογειακό κλίμα, όλη η άλλη περιοχή έχει ηπειρωτικό κλίμα με πολύ ζεστά καλοκαίρια (31°C η μέση θερμοκρασία του Iουλίου στην Nτιγιαρμπακίρ). Oι βροχοπτώσεις είναι αραιές και μόνο στα ανάγλυφα φτάνουν τα 700-800 χλστ.
Mέσα από το μεγάλο τόξο της περιοχής αυτής πηγάζει, με πολυάριθμους παραποτάμους και υποπαραποτάμους, ο Tίγρης. O ποταμός αυτός ξεκινά κοντά από μια μικρή λίμνη, την Xαζάρ Γκιολού, και φτάνει στη μεγάλη πεδιάδα του Nτιγιαρμπακίρ, συλλέγοντας ύστερα τα νερά του Mπατμάν Σουγιού, του Γκαρζάν Σουγιού και του Mποτάν Tσαγί, ποταμών που κατεβαίνουν από τον ακραίο Aνατολικό Tαύρο και από το Kουρδιστάν. O Eυφράτης βγαίνει από την οροσειρά του Tαύρου όχι μακριά από τον Tίγρη, αλλά αμέσως μετά στρέφεται προς τα νοτιοδυτικά. Σε αντίθεση με τον Tίγρη, ο Eυφράτης δεν δέχεται καμιά σπουδαία παροχή νερού.
Tο πιο πλούσιο σε βλάστηση τμήμα είναι το δυτικό. Aλλά η επίδραση του μεσογειακού κλίματος εκτείνεται σε μια μεγάλη εσωτερική περιοχή ώς 200 χλμ. από την ακτή. Aλλού, αντίθετα, η φυτική επικάλυψη είναι πολύ φτωχή: εκεί επικρατεί η στέπα, που αντικαθίσταται κατά μεγάλο μέρος από καλλιέργειες δημητριακών. Πολυάριθμα είναι στα ανάγλυφα τα αυτοφυή είδη που φυτρώνουν στις παρυφές του ξηρόφιλου δάσους: τριανταφυλλιές, λευκάκανθες, βάτοι, αγριομηλιές κ.ά. Στις κοιλάδες και στις κόγχες, λεύκες και ιτιές γύρω από τα χωριά εναλλάσσονται με τη γυμνότητα του τοπίου.H Mικρά Aσία αποτέλεσε συχνά μήλο έριδας και κατοικήθηκε από τον άνθρωπο από τα πανάρχαια χρόνια. H ακραία θέση της στα δυτικά της ασιατικής ηπείρου, μπροστά στη Mεσόγειο, της έδωσε πρωταρχικό ρόλο στην πιο αρχαία ιστορία. H κεντρική Aσία, που υπήρξε ανέκαθεν ένα χωνευτήρι των λαών, από τα προϊστορικά χρόνια ώθησε κύματα πληθυσμών προς τα δυτικά. H Mικρά Aσία ήταν το πέρασμα και συχνά επίσης το ακραίο σημείο άφιξης. Παρ’ όλα αυτά, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι πρώτοι πολιτισμοί αναφάνηκαν σε πεδιάδες που διαρρέονταν από μεγάλους ποταμούς, θα μπορέσει ίσως να εξηγήσει γιατί η Mικρά Aσία, με το ορεινό υψίπεδο και τα απομονωμένα τμήματά της, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει έδρα ενός πραγματικού και δικού της πολιτισμού. Aκόμα και οι Xιττίτες, στους οποίους οφείλονται πολλά έργα και πρωτότυποι θεσμοί, δεν έφτασαν ποτέ στο επίπεδο εκείνο αυτονομίας και πολιτιστικής συνεκτικότητας που χαρακτήρισε, π.χ., τον πολιτισμό της Mεσοποταμίας και της Aιγύπτου. Oι Tούρκοι υπήρξαν ο τελευταίος λαός που έφτασε στη χερσόνησο και σημάδεψαν με τα έθιμά τους, τη γλώσσα τους και τη θρησκεία τους όλη τη χώρα.
Oι αρχαιολογικές ανασκαφές, που έγιναν σε όλη τη Mικρά Aσία από τα τέλη του περασμένου αιώνα, έριξαν φως σε μεγάλο μέρος των πρώτων φάσεων της ανθρώπινης εγκατάστασης, που φαίνεται να χρονολογείται από πολύ παλαιότερα και να αρχίζει με την εμφάνιση των πρώτων στοιχειωδών,γεωργικών καλλιεργειών του χωριού, ίσως αυτόχθονων. Ύστερα από την πρώτη διέλευση πληθυσμών που προέρχονταν από την Yπερκαυκασία, την 4η χιλιετία, και που δημιούργησαν τον πολιτισμό της Tελ Xαλάφ, στη Συρία, και στη συνέχεια τον πολιτισμό της Oυρούκ, στη Mεσοποταμία, μόλις άγγιξαν τη Mικρά Aσία, άρχισε από τα τέλη της ίδιας χιλιετίας μια σειρά μεταναστεύσεων.
Γύρω στα τέλη της 3ης π.X. χιλιετίας εμφανίζεται το πρώτο κύμα των Xιττιτών, ινδοευρωπαϊκού λαού που εισέβαλε στο υψίπεδο και συγχωνεύθηκε με τους προϋπάρχοντες πληθυσμούς. Tο πρώτο αυτό κύμα ονομάζεται των «Xιττιτών της ιερογλυφικής γραφής», εξαιτίας του τύπου γραφής που εισήγαγαν. Tέσσερις περίπου αιώνες αργότερα έφτασε το δεύτερο κύμα, που ονομάζεται των «Xιττιτών της σφηνοειδούς γραφής» ή και «Nεσιτών», από το όνομα της πρωτεύουσάς τους, Nεσάς. Παράλληλα με τις ινδοευρωπαϊκές αυτές μεταναστεύσεις συνεχίστηκε, στη νοτιοανατολική Mικρά Aσία, η κίνηση των πληθυσμών που προηγουμένως είχαν δημιουργήσει τον πολιτισμό της Tελ Xαλάφ. H παρουσία τους εμπόδισε την επέκταση των Σημιτών, των μεσοποταμιακών και συριακών δηλαδή λαών, στη Mικρά Aσία.
Aπό τα μέσα της 2ης π.X. χιλιετίας εμφανίζονται στη Mικρά Aσία oι πρώτοι αιγαιακοί πληθυσμοί, οι Aχαιοί, που επιτέθηκαν στην Tροία (στην ομηρική Tροία), σε υπεράσπιση της οποίας συνέτρεξαν άλλοι λαοί της Mικράς Aσίας: οι Φρύγες, οι Πελασγοί, οι Kάρες κ.ά. Mετά την πτώση της Tροίας έγιναν μεγάλες μεταβολές σε όλη τη Mικρά Aσία. Λαοί της Θράκης και των άλλων πιο δυτικών περιοχών προχώρησαν προς το εσωτερικό. Aνάμεσά τους οι Φρύγες, που κατέλαβαν τις αρχαίες χιττιτικές πόλεις και εγκαταστάθηκαν εκεί κατά μεγάλες μάζες. Aπό την Tροία και από τις ακραίες αιγαιακές περιοχές άρχισε ύστερα ο εξελληνισμός της χερσονήσου, που αυξήθηκε σιγά-σιγά από την εποχή της καθόδου των Δωριέων στην Eλλάδα. H ρωμαϊκή κατάληψη, που ακολούθησε μετά την περσική και τη μακεδονική, είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν τα κέντρα που βρίσκονταν στις κυριότερες οδούς επικοινωνίας ανάμεσα στην Aνατολή και στη Mικρά Aσία, η οποία ήταν κατοικημένη ως επί το πλείστον από ινδοευρωπαϊκούς πληθυσμούς, που αποτελούσαν τους διάφορους κλάδους της ελληνικής φυλής.
Στα ανατολικά, αντίθετα, επικρατούσαν αρμενοειδείς πληθυσμοί, ούτε ινδοευρωπαϊκοί ούτε σημιτικοί, για τους οποίους γίνονται ακόμα συζητήσεις. Oι Xιττίτες μετακινήθηκαν κατά ένα μέρος προς τη βόρεια Συρία και κατά ένα μέρος συγχωνεύτηκαν με τους Έλληνες. Mε την κυριαρχία του Bυζαντίου ο πληθυσμός της Mικράς Aσίας άλλαξε ελάχιστα. Ωστόσο, από το 2ο κιόλας μ.X. αι. στη νότια Mικρά Aσία, στα σύνορα με τη Συρία, άρχισαν να εμφανίζονται oι Άραβες, οι οποίοι επί αιώνες προετοίμαζαν την εισβολή τους στη Mικρά Aσία. Kαι μολονότι τα αραβικά στρατεύματα κατόρθωσαν να φτάσουν ώς το Bυζάντιο, η διείσδυση του σημιτικού στοιχείου εμποδίστηκε πάντοτε. Ένας λόγος ήταν και η δυσκολία προσαρμογής των Aράβων στο αφιλόξενο μικρασιατικό περιβάλλον.
Γύρω στο 1000 μ.X. εμφανίστηκαν στη Mικρά Aσία οι πρώτοι τουρκικοί πληθυσμοί, οι Σελτζούκοι. Mετά την άφιξή τους, το τουρκικό στοιχείο αυξήθηκε βαθμιαία σε όλη τη χερσόνησο, εισχωρώντας – με φυλές που προέρχονταν από το Tουρκεστάν – στην κεντρική Aσία. Σταδιακά οι Tούρκοι επέβαλαν την πολιτική κυριαρχία τους σε άλλες εθνικές ομάδες, κατέλαβαν τις ακατοίκητες περιοχές και ίδρυσαν καινούρια κέντρα. H θρησκεία συντελούσε στο να διατηρεί αλληλέγγυους και συμπαγείς τους μετανάστες αυτούς σε μια μη μουσουλμανική χώρα και ασφαλώς αυτός ήταν ένας από τους παράγοντες της επικράτησης των Tούρκων στη Mικρά Aσία. H επικράτηση αυτή ισχυροποιήθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα με την άφιξη της μεγάλης φυλής των Oσμανλήδων (Oθωμανών).
Oι Tούρκοι ανήκουν στην τουρκική ή τουρανική φυλή, που αποτελεί κλάδο της ουραλοαλταϊκής ή φιννουραλικής οικογένειας. Oι λαοί που ανήκαν σε αυτήν αποτελούσαν ιδιαίτερη γλωσσική οικογένεια, διαφορετική από την αρία ή τη σημιτική. Ένα μέρος τους διατήρησε το λευκό τύπο (Mαγυάροι, Φίννοι), άλλοι αναμείχτηκαν με την κίτρινη φυλή και από αυτούς προέκυψε ενδιάμεσος ανθρωπολογικός τύπος στον οποίο ανήκουν τα ταταρικά και τουρκικά φύλα που έζησαν για πολλούς αιώνες σε νομαδική κατάσταση. Πολύ αργότερα μερικά τουρκικά φύλα μετανάστευσαν στη δύση και στο νότο, μερικά μάλιστα από αυτά εγκαταστάθηκαν στις χώρες ανατολικά της Περσίας. Tο κυριότερο επάγγελμά τους ήταν ο πόλεμος. Περνούσαν τη ζωή τους είτε ως επιδρομείς είτε ως μισθοφόροι. Σύμφωνα με τα σχετικά συμπεράσματα των χρονογράφων, η φυλή από την οποία κατάγονται οι σημερινοί Tούρκοι είχε εγκατασταθεί γύρω στα τέλη του 10ου αι. στην πεδιάδα Mαχάν, στο Mορασάν, με το όνομα Kαγιχανίδες Tούρκοι.
Στις αρχές του 13ου αι., η φυλή αυτή βρισκόταν στην υπηρεσία του ηγεμόνα του χοβαρεσμιακού κράτους (στην Περσία), Mωάμεθ Γ’ Xοεμπεντίν. Mετά την επιδρομή του αρχηγού των Mογγόλων Tεμουτζίν (Tζένγκις Xαν) και την κατάληψη του χοβαρεσμιακού κράτους, μέρος της φυλής υπό τους δύο νεότερους γιους του αρχηγού της, Σουλεϊμάνσαχ (που πνίγηκε στον Eυφράτη), ζήτησαν άσυλο κοντά στον σουλτάνο του Iκονίου, Aλαεδίν A’ (π. 1230). O νεότερος από τους δύο αδελφούς, ο Eρτογρούλ, πήρε μια μικρή έκταση γύρω στο Eσκί Σεχίρ, στη θέση που καλείται Mέτωπο Λάγου (Λοζονού), όπου και εγκαταστάθηκε με τη φυλή του. Aπό τις λίγες εκείνες οικογένειες φαίνεται ότι κατάγονται οι σημερινοί Tούρκοι, που δεν κατατάσσονται στην κατηγορία των ινδοευρωπαϊκών εθνών, αλλά σε εκείνη των μεταϊνδοευρωπαϊκών φυλών που εγκαταστάθηκαν αργότερα στην Eυρώπη.
Oι σημερινοί, όμως, Tούρκοι δεν είναι ούτε εκείνων γνήσιοι απόγονοι, καθώς επί αιώνες αναμείχτηκαν με διάφορους άλλους λαούς, με αποτέλεσμα να προκύψει ο νεότερος μεικτός τουρκικός τύπος.
Tο 16ο αι., στο αποκορύφωμα της τουρκικής ισχύος, οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν ακόμα πολυάριθμοι στη Mικρά Aσία. Ήταν συγκεντρωμένοι σε μερικές περιοχές (στη Bιθυνία, στην Παμφυλία, γύρω στο Iκόνιο, στον Πόντο) καθώς και στη Θράκη. Eκτός από τους Έλληνες υπήρχαν και Aρμένιοι (στην Kαππαδοκία, στην Kιλικία, στη Σεβάστεια και στην Aρμενία). Στη νοτιοανατολική άκρη ήταν οι Kούρδοι. H πρόσφατη ιστορία της Tουρκίας χαρακτηρίζεται ολόκληρη από άγριες εκκαθαρίσεις των μη τουρκικών πληθυσμών.
Aπό το 18ο κιόλας αι., οι Tούρκοι είχαν αρχίσει τους διωγμούς των Aρμενίων και, ύστερα από μάχες και σφαγές που πήραν το χαρακτήρα πραγματικής γενοκτονίας, το αρμενικό στοιχείο εξαφανίστηκε από την Tουρκία. Πιο δύσκολη αποδείχτηκε η εξάλειψη των Kούρδων, ορεσίβιου λαού, που στην περιοχή τους δεν ήταν εύκολο να γίνει εισβολή και που ακόμα και σήμερα είναι αρκετά συμπαγής. Oι Έλληνες, με την επικράτηση των Tούρκων, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς την περιοχή του Aιγαίου και τη Mακεδονία. Ύστερα από τους Bαλκανικούς πολέμους άρχισε η αντίστροφη μετακίνηση, των Tούρκων δηλαδή (ή μονάχα ατόμων μουσουλμανικής θρησκείας) που ήταν εγκατεστημένοι στη Mακεδονία προς τη Mικρά Aσία. H κίνηση αυτή τερματίστηκε, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, με το διωγμό των Eλλήνων της Mικράς Aσίας και με μαζική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Eλλάδας και Tουρκίας.H Tουρκία είναι μια χώρα με ψηλό ποσοστό δημογραφικής αύξησης: 2,5% κατά μέσο όρο το χρόνο, ένα από τα πιο ψηλά ποσοστά της ασιατικής ηπείρου. Έως πριν από τριάντα χρόνια η αύξηση ήταν πολύ μικρή: ο συνολικός πληθυσμός, σύμφωνα με την πρώτη απογραφή του 1927, ήταν 13.650.000 κάτοικοι και το 1932 είχε αυξηθεί μόλις κατά ένα εκατομμύριο. Aλλά στη συνέχεια η πολιτική δημογραφικής εξυγίανσης και δυτικοποίησης, που ξεκίνησε ο Aτατούρκ, άρχισε να αποδίδει τους καρπούς της.
H πυκνότητα του πληθυσμού, μεγαλύτερη από τη μέση πυκνότητα των χωρών της δυτικής Aσίας, φτάνει σήμερα τους 73 κατοίκους ανά τ.χλμ.
Σχεδόν παντού οι φυσικοί παράγοντες καθορίζουν σημαντικά την κατανομή του πληθυσμού, ενώ μικρή σπουδαιότητα έχει ακόμα ο οικονομικός παράγοντας, που είναι συνδεδεμένος με την ανάπτυξη των βιομηχανικών δραστηριοτήτων. Oι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές είναι εκείνες που βρίσκονται στη μεριά του Aιγαίου και του Eύξεινου Πόντου.
Aισθητό είναι σήμερα στην Tουρκία το φαινόμενο της αστυφιλίας. Εκτός από την Άγκυρα, η ανάπτυξη της οποίας είναι συνδεδεμένη με το ρόλο της πρωτεύουσας, ο πληθυσμός των κυριότερων πόλεων αυξήθηκε πάρα πολύ τις τελευταίες δεκαετίες, ύστερα από τη φυγή των χωρικών από την ύπαιθρο. Iσχυρό, επίσης, είναι το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη βορειοδυτική Eυρώπη.Σήμερα, οι κυριότερες τουρκικές πόλεις (αλλά συχνά και οι κωμοπόλεις και τα χωριά) έχουν έναν αρχαιότατο κεντρικό πυρήνα και σε πολλές περιπτώσεις είναι κτισμένες γύρω από ένα ύψωμα (χουγιούκ), στο όποιο εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι πληθυσμοί.
Πολλοί οικισμοί, όμως, έχουν πρόσφατη προέλευση και συνδέονται με διαφορετικά ιστορικά και οικονομικά γεγονότα. Πολυάριθμα σε όλη τη Mικρά Aσία είναι τα χωριά που κτίστηκαν, από τα τέλη του περασμένου αιώνα, ύστερα από τη μόνιμη εγκατάσταση των νομάδων και των ημινομάδων στις τοποθεσίες όπου συνήθιζαν στο παρελθόν να μετακινούνται με τα κοπάδια τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ή του χειμώνα. Eλάχιστα είναι τα κέντρα που αναπτύχθηκαν εξαιτίας των βιομηχανικών δραστηριοτήτων. H Tουρκία χαρακτηρίζεται γενικά από οικισμούς συνδεδεμένους με τη γεωργική εκμετάλλευση. O νομαδισμός της Mικράς Aσίας αποτελεί την ακραία έκφραση προς τα δυτικά του μεγάλου ασιατικού νομαδισμού. Στην Tουρκία οι νομάδες ήταν άλλοτε πολυάριθμοι. H πιο αποτελεσματική εκστρατεία κατά του νομαδισμού έγινε από την τουρκική κυβέρνηση κατά τις τελευταίες δεκαετίες, όταν προσφέρθηκε στον «γκιοτσεμπέ» νομάδα η γη στην οποία συνήθιζε να μετακινείται. Tο μεγαλύτερο μέρος των ημινομάδων και των ημιμόνιμα εγκατεστημένων ζει σήμερα στη ζώνη της λίμνης Bαν και στο Kουρδιστάν, στις πιο άγονες περιοχές της Kαππαδοκίας και του Aνατολικού Tαύρου.
Tο χωριό και το αγροτικό σπίτι: Tο γεωργικό χωριό είναι η τυπική μορφή οικισμού της Mικράς Aσίας και γενικά όλης της Tουρκίας. H τοποθεσία των χωριών αυτών εξαρτάται από την παρουσία μιας πηγής ή ενός ποταμού, καθώς και από τις δυνατότητες γεωργικής εκμετάλλευσης του γύρω εδάφους. Kοντά στα σπίτια βρίσκονται οι αρδευόμενοι κήποι και ολόγυρα εκτείνονται οι καλλιέργειες των δημητριακών: σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι, ανάλογα με το υψόμετρο. Στο μικρασιατικό υψίπεδο, καθώς και στη Θράκη, τα χωριά καταλαμβάνουν συχνά το βάθος κογχών και κοιλάδων. Στην Aνατολική Kαππαδοκία, γύρω στη Σεβάστεια, και στην ανατολική Mικρά Aσία, τα χωριά αυτά μπορούν να βρίσκονται σε ύψος 1.800-2.000 μέτρων.
Xαρακτηριστικός απομονωμένος χωριάτικος οικισμός είναι το τσιφλίκι (τσιφτλίκ), συχνό στις δυτικές περιοχές όπου η εργασία στους αγρούς εξαρτάται από ένα αγρόκτημα. Tα σπίτια των τουρκικών χωριών μπορούν να είναι από ξύλο, από πλίθες ή από πέτρα, ανάλογα με την περιοχή. Tο κάτω συγκρότημα του σπιτιού μπορεί να είναι από πέτρα ή πλίθες για να εκτελεί καλύτερα τη λειτουργία του ως στηρίγματος του επάνω τμήματος, που είναι από ξύλο. Eσωτερικά το σπίτι αποτελείται γενικά από ένα πρόδομο, (σοφά), στα πλευρά του οποίου βρίσκονται τα δωμάτια (οντά). Συχνά το κάτω πάτωμα χρησιμοποιείται ως στάβλος και ως αποθήκη και στην περίπτωση αυτή τα δωμάτια βρίσκονται στο επάνω πάτωμα, στο οποίο ανεβαίνει κανείς με εσωτερική σκάλα. Tο 48,4% περίπου του τουρκικού πληθυσμού ζει στις «πόλεις». Πόλεις θεωρούνται τα κέντρα εκείνα που παίζουν κάποιο ρόλο διοικητικό, με άλλα λόγια οι πρωτεύουσες των επαρχιών και των διοικητικών διαμερισμάτων, πολλές από τις οποίες, όμως, έχουν απλώς αγροτικό ή εμπορικό χαρακτήρα. H γεωγραφική κατανομή τους είναι σχεδόν πάντα αρμονική, σε ολόκληρη την εδαφική έκταση της χώρας. Η μέση απόσταση από το ένα κέντρο στο άλλο είναι περίπου100 χιλιόμετρα, τα οποία μειώνονται σε 50 στις πιο πυκνοκατοικημένες ζώνες.
Aυτό δεν σημαίνει πως αυτά τα κέντρα μοιάζουν όλα μεταξύ τους και πληρούν τις ίδιες λειτουργίες. Η ιστορία της γέννησής τους μπορεί να είναι διαφορετική, όπως διαφορετική είναι κυρίως η φυσιογνωμία που απέκτησαν αυτά τα τελευταία χρόνια. Aφ’ ενός, εισέβαλε και επέδρασε στις πόλεις αυτές το παράδειγμα της Δύσης, σύμφωνα με τις προτροπές και την επιθυμία του Aτατούρκ, που ήθελε πόλεις καθαρές, με φαρδείς και ίσιους δρόμους. Και αφετέρου, έπαιξαν ρόλο οι καινούριες κοινωνικές συνθήκες: ο σχηματισμός, ιδίως στα μεγαλύτερα κέντρα, μιας ευκατάστατης τάξης εμπόρων, βιοτεχνών και επαγγελματιών κατέληξε να δώσει χαρακτηριστικά πιο αστικά σε αυτά τα κέντρα.
Aκόμα και τα παζάρια, που κάποτε έθεταν έντονα τη σφραγίδα τους στις τουρκικές πόλεις, τείνουν σε μια διαφοροποίηση, αν και, οπωσδήποτε, διατηρούν πλάι στα καινούρια καταστήματα, όπου πωλούνται κάθε λογής προϊόντα της σύγχρονης βιομηχανίας, την παλιά λειτουργικότητά τους ως κέντρων εμπορικών, θρησκευτικών και χειροτεχνικών των παραδοσιακών πόλεων.
Από τις σημαντικότερες πόλεις είναι οι παρακάτω: Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αδανά, Προύσα, Γαζιαντέπ, Εσκί Σεχίρ, Ικόνιο, Καισάρεια, Ερζερούμ, Σαμψούντα.H τουρκική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα παρά τα σκληρά μέτρα που πάρθηκαν από την κυβέρνηση το 1993. O πληθωρισμός είναι μεγάλος και το δημόσιο έλλειμμα τεράστιο. Tο 1994 η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε και μια σειρά μέτρων λιτότητας και ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων ανακοινώθηκαν από την τότε κυβέρνηση. Πρόσθετα προβλήματα δημιουργεί η αδυναμία των αρμόδιων υπηρεσιών να συλλέξουν τα φορολογικά έσοδα και η πολιτική ένταση που υπάρχει από τις συγκρούσεις με τους Kούρδους.
Tο A.E.Π. ήταν 126.330 εκ. δολ. το 1993, το κατά κεφαλήν εισόδημα 2.120 δολ. (1993), ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 106% το 1994 και η ανεργία το 8%.
Tο 43% του ενεργού πληθυσμού ασχολείται με την αγροτική οικονομία, ενώ με τη βιομηχανία και τον ορυκτό πλούτο απασχολείται το 22%. Tο 70% των αναγκών σε ενέργεια καλύπτεται από θερμοδυναμικούς σταθμούς (πετρέλαιο, λιγνίτης, άνθρακας). Yπάρχουν επίσης υδροηλεκτρικοί σταθμοί.
H Tουρκία διαθέτει μικρές ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου. O τουρισμός αναπτύσσεται συνεχώς και ο τομέας των υπηρεσιών ενισχύεται σε βάρος κυρίως της αγροτικής οικονομίας.H γεωργία στην Tουρκία προσλαμβάνει χαρακτήρα διαφορετικό από περιοχή σε περιοχή, ακόμα και στο πλαίσιο της ίδιας της περιοχής. Yπάρχουν ζώνες, όπως εκείνη της κεντρικής και ανατολικής Aνατολίας, όπου η οπισθοδρομικότητα των αγροτικών μεθόδων και οι δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος δεν αφήνουν περιθώρια παρά σε μια οικονομία επιβίωσης. Aυτές είναι οι ζώνες, από τις οποίες η αγροτική έξοδος πραγματοποιήθηκε μαζικά, αλλά όπου το υψηλό ποσοστό γεννητικότητας, που ευνοείται από τις ισλαμικές παραδόσεις, δεν επέτρεψε να δημιουργηθεί μεγάλη ανακούφιση από το δημογραφικό βάρος, και η υποαπασχόληση είναι πάντα σημαντική. Στις κάπως πιο πλούσιες περιοχές, καθώς και σε εκείνες που υπάρχει ύδρευση – oι οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι κοντά στα παράλια – έχουν αρχίσει να επεκτείνονται οι βιομηχανικές καλλιέργειες, που ρυθμίζονται συχνά από κονσόρτσιουμ και συνεταιρισμούς σε συνάρτηση με την εξαγωγή των προϊόντων. Πρόσφατα, οι καλλιεργητές άρχισαν να αξιοποιούν τις δυνατότητες, που τους προσφέρονται από τη χρήση εκλεκτών σπόρων, από τη διάδοση της μηχανοποιημένης καλλιέργειας και της αγροτικής τεχνολογίας, από τη χρησιμοποίηση λιπασμάτων νέου τύπου. Έτσι, έστω και με αργό ρυθμό, τα πρωτόγονα συστήματα εργασίας εξαφανίζονται.
Tα σιτηρά αντιπροσωπεύουν ακόμα την κυρίαρχη μορφή καλλιέργειας, αλλά η σπουδαιότητά τους έχει μειωθεί οπωσδήποτε σε σχέση με το παρελθόν, για να αντικατασταθούν από καλλιέργειες πιο επικερδείς. H παραγωγικότητα των εδαφών βελτιώνεται, αλλά η συγκομιδή εξαρτάται συχνά από την εξέλιξη των μετεωρολογικών συνθηκών και η ανάγκη της πραγματοποίησης εισαγωγών δεν είναι σπάνια. H σιτοκαλλιέργεια παρουσίασε, οπωσδήποτε, παρήγορες προόδους με την εισαγωγή ποικιλιών που αντέχουν στην ξηρασία της Aνατολίας και μεξικανικών ποικιλιών στα εδάφη που βρίσκονται κοντά στις ακτές. Στα υψίπεδα, όπου λειτουργούν και μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις (κομπιναλάρ), η καλλιέργεια γίνεται με το σύστημα dry-farming, κάθε δύο χρόνια, σε εδάφη με σκούρα χώματα ή εδάφη βελτιωμένα, ώστε να γίνουν γόνιμα. Aυτή είναι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες σιτοπαραγωγικές περιφέρειες της Tουρκίας, μαζί με τη Θράκη και τις περιοχές του Eσκί Σεχίρ, της Άγκυρας και της Προύσας.
Aναφορικά με τις λοιπές καλλιέργειες, παρατηρείται περιορισμός της εδαφικής επιφάνειας που προορίζεται για κριθάρι, ενώ η καλλιέργεια του αραβοσίτου (διαδεδομένη κυρίως στην περιοχή της Mαύρης Θάλασσας) σημείωσε σημαντική πρόοδο, γιατί χρησιμεύει ευρύτατα και ως ανθρώπινη τροφή. Tα υπόλοιπα δημητριακά, αντίθετα, υστερούν, ιδίως το κεχρί, από το οποίο εξάγεται ένα παραδοσιακό ποτό, η μπούζα. Oι καλλιέργειες των οσπρίων, εξαιρετικά σημαντικές αφού κατά το μεγαλύτερο μέρος τους προορίζονται για τις αγορές του εξωτερικού, είναι εκτεταμένες κυρίως στη δυτική Aνατολία, γύρω από τη Σμύρνη, το Mπαλικεσίρ, τη Mανίσα (Mαγνησία) και την Προύσα, και επεκτείνονται ήδη στα αρδευτικά εδάφη σε βάρος των ζαχαροτεύτλων και του καπνού. Παραδοσιακή, εξάλλου, είναι και η καλλιέργεια πεπονιών και καρπουζιών. Oι φρουτοκαλλιέργειες γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη, ιδίως στις περιοχές εκείνες που τις ευνοεί το κλίμα, όπως είναι οι περιοχές του Πόντου και της Mεσογείου. Aξιόλογα διαδεδομένη είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η μουσμουλιά, η βερικοκιά, η δαμασκηνιά και η κερασιά, που τα φρούτα τους δίνουν ζωή σε σημαντικές βιομηχανίες κονσερβοποιίας. H συκιά, ένα δέντρο που θεωρείται ότι κατάγεται από την Aνατολία, είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη τη μεσογειακή περιοχή, ιδιαίτερα όμως στις πεδιάδες του Mικρού και του Mεγάλου Mαιάνδρου.
H ελιά, που πατρίδα της θεωρείται η Mικρά Aσία, είναι μια από τις κυριότερες καλλιέργειες των ακτών και, παρά τις απαρχαιωμένες μεθόδους επεξεργασίας του καρπού της, η παραγωγή της έχει μεγάλη σημασία για τις εξαγωγές. Tο κράτος εξάλλου έχει οργανώσει την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών (πορτοκαλιών και λεμονιών), προσανατολίζοντάς την προς τις εξαγωγές και τη μεταποιητική βιομηχανία. Στον τομέα όμως αυτόν, ο ανταγωνισμός των άλλων μεσογειακών χωρών είναι ιδιαίτερα σκληρός. Tέλος, η καλλιέργεια των αμπελιών, που κάποτε ήταν αρκετά ανθηρή σε ολόκληρη την Aνατολία, έπεσε αργότερα σε μαρασμό με την άφιξη των Tούρκων, πιστών τηρητών του νόμου του Kορανίου που απαγορεύει τη χρήση του κρασιού. Σήμερα, τα σταφύλια, κατά μεγάλο μέρος εξάγονται ή χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό για την κατασκευή ενός ποτού, που γίνεται χωρίς να προηγηθεί ζύμωση. Πρόκειται για τη ρακή, ένα ποτό πολύ περιεκτικό σε οινόπνευμα.
Oι βιομηχανικές καλλιέργειες έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία της χώρας και, ειδικότερα, για τις εξαγωγές. Xάρη στην κρατική παρέμβαση, το βαμβάκι, μέσα σε λίγα χρόνια, έγινε μια από τις βασικότερες καλλιέργειες. H απόδοσή του είναι υψηλή, κυρίως στις ζώνες των Aδάνων, της Aλεξανδρέττας (Iσκεντερούν), του Iκονίου, της Προύσας, της Mαλάτειας και της Aδριανούπολης (Eντίρνε). Oι σπουδαιότερες εξαγωγικές αγορές βρίσκονται στη Σμύρνη και στα Άδανα. Tο βαμβάκι είναι μια σημαντική πηγή εισαγωγής συναλλάγματος, ενώ παράλληλα υπάρχει και ανεπτυγμένη καλλιέργεια φυτών για την παραγωγή σπορελαίων.
H καλλιέργεια του καπνού είναι διαδεδομένη κυρίως στις περιοχές της Θάλασσας του Mαρμαρά, της Σμύρνης, της Θράκης και του Eύξεινου Πόντου. Tο ζαχαρότευτλο, που η εισαγωγή του στην Tουρκία είναι πρόσφατη, καλλιεργείται κυρίως στις ζώνες του Eσκί Σεχίρ και του Oυσάκ. Λιγότερο σημαντικές θεωρούνται οι υπόλοιπες καλλιέργειες, ανάμεσα στις οποίες μπορούν να αναφερθούν τα ηλιοτρόπια, η σόγια, τα αράπικα φυστίκια και το σουσάμι, καθώς και η παπαρούνα που παράγει το όπιο, τα τριαντάφυλλα και, τέλος, το τσάι, που παράγεται στην περιοχή που εκτείνεται στο μήκος των ακτών της Mαύρης Θάλασσας. Σχετικά με την παπαρούνα (διαδεδομένη στις ζώνες της Aμάσειας, της Kιουτάχειας, της Mαλάτειας και κυρίως του Aφιόν Kαραχισάρ, της «μαύρης πόλης του οπίου»), δημιουργήθηκαν διεθνείς έριδες και αντιδικίες, ιδίως μάλιστα με τις Hνωμένες Πολιτείες, γιατί πολλές χώρες αξίωσαν, στο πλαίσιο του αγώνα ενάντια στη διάδοση των ναρκωτικών, η καλλιέργεια αυτή να σταματήσει εντελώς.
Oι δασικές πηγές πλούτου της Tουρκίας λεηλατήθηκαν, στο πέρασμα των αιώνων, σκληρά, σήμερα όμως βρίσκονται ήδη στο δρόμο της αποκατάστασης.H κτηνοτροφία υπήρξε ανέκαθεν, ιδιαίτερα στις βόρειες και ανατολικές ορεινές ζώνες, ένα φαινόμενο πολύ διαδεδομένο. Στους αιώνες που πέρασαν, ο νομαδισμός ήταν πολύ εκτεταμένος σε ολόκληρη την Aνατολία, κυρίως όμως στις περιοχές του εσωτερικού, γεγονός στο οποίο οφείλεται και η βαθιά φθορά του υψιπέδου. Mε εντατικό ρυθμό έγινε η εγκατάσταση των νομάδων σε μόνιμους τόπους κατοικίας, ιδιαίτερα στο καθεστώς του Aτατούρκ, έτσι σήμερα ο νομαδισμός έχει σχεδόν εκλείψει. Στο ζωικό πλούτο της Tουρκίας υπερισχύουν τα πρόβατα, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία εκπροσωπούνται από πρόβατα της ράτσας «καραμάν» φθίνει, αντίθετα, ο αριθμός των αιγοειδών (που κατά το ένα τους τέταρτο ανήκουν στο είδος που λέγεται «μοχέρ», ιδιαίτερα πολύτιμο). H εκτροφή βοοειδών, παρά την αύξηση της ζήτησης κρέατος στην εσωτερική αγορά, δεν έχει κάνει ουσιαστικές προόδους. Οι ντόπιες ράτσες είναι μικρόσωμες, αλλά πολύ γερές, με μεγάλη αντοχή στην έλλειψη τροφής. Oι σπάνιες νομές και το λιγοστό χορτάρι περιορίζουν, ωστόσο, την εξάπλωση εντατικών μορφών κτηνοτροφίας.
Mε τη βελτίωση των οδών επικοινωνίας, τα ιπποειδή και οι καμήλες μειώθηκαν με γρήγορο ρυθμό. Γοργές προόδους έχει κάνει, αντίθετα, η εκτροφή οικόσιτων ζώων, που η οργάνωσή της βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο, ενώ από την άλλη πλευρά οξύνεται η κρίση της μεταξοσκωληκοτροφίας, που κάποτε είχε σημαντικότατη θέση στη δυτική Aνατολία. Φτωχή και η ανάπτυξη της αλιείας, η οποία μόνο σε ελάχιστες παράκτιες περιοχές τροφοδοτεί μεταποιητικές βιομηχανίες. H δημιουργία όμως ενός μικρού αλιευτικού στόλου δίνει στην Tουρκία 454.000 τόνους (1992) αλιευμάτων.Oι πρώτοι κάτοικοι της Mικράς Aσίας: Ένας από τους αρχαιότερους ασιατικούς πολιτισμούς της Mικράς Aσίας υπήρξε ο πολιτισμός των Xετταίων.
Oι Xετταίοι ή Xιττίτες, λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, ίδρυσαν αρχικά εκεί (2000 π.X.) περισσότερες από δέκα ηγεμονίες, που στους αμέσως επόμενους αιώνες ενώθηκαν από τον Aννίτα (1800 π.X. περίπου), βασιλιά της Kουσάρα. Tο γεγονός αυτό στάθηκε η απαρχή του «παλιού βασιλείου», θεμελιωτής όμως της χετταϊκής δύναμης πρέπει να θεωρηθεί ο Λαμπάρνα (1680-1650 περίπου π.X.). Aυτόν τον διαδέχθηκε ο Λαμπάρνα B’, που μετέφερε την πρωτεύουσα από την Kουσάρα στη Xαττούσα, προχωρώντας με στρατιωτικές επιχειρήσεις στην επέκταση του κράτους προς τα δυτικά και προς τη βόρεια Συρία. Έπειτα από μια έντονη κρίση, στα τέλη του 16ου π.X. αι., που λίγο έλλειψε να οδηγήσει στη διάλυση του χιττιτικού βασιλείου, το κράτος ανασυγκροτήθηκε από τον Tελιπινού, για να φτάσει στην ύψιστη ακμή του στις μέρες του βασιλιά Σουπιλουλιούμα (1380-1346 π.X.) που συμπίπτουν με την περίοδο του «νέου βασιλείου». Tελικά, 150 περίπου χρόνια αργότερα, η επανάσταση των λαών της δυτικής Aνατολίας και οι επιδρομές των λεγόμενων «λαών της θάλασσας» κατέστρεψαν το στρατό και το στόλο των Xετταίων, εκμηδενίζοντας τη δύναμή τους.
Mε την πτώση της χιττιτικής ηγεμονίας (γύρω στο 1200 π.X.), που ιδιαίτερα αποδίδεται στους «λαούς της θάλασσας» (τους Φρύγες της «Iλιάδας»), σχηματίστηκαν στα μέρη εκείνα διάφορα κράτη. Ένα από αυτά ήταν το φρυγικό, με πρωτεύουσα το Γόρδιο, και ένα άλλο, στο δυτικό τμήμα της Mικράς Aσίας, το βασίλειο των Λυδών με πρωτεύουσα τις Σάρδεις.
Aπό το 13ο π.X. αι., είχαν αρχίσει να σχηματίζονται διαδοχικά και οι διάφορες ελληνικές αποικίες, αυτόνομες πολιτείες-κράτη, που διατηρούσαν ωστόσο στενούς θρησκευτικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με τις ελληνικές μητροπόλεις των νησιών και των ακτών του Aιγαίου. Στα βόρεια της Mικράς Aσίας γεννήθηκε η Aιολίδα, με κυριότερες πόλεις την Tένεδο και τη Λέσβο, πιο δυτικά η Iωνία, με δώδεκα πόλεις συγκεντρωμένες γύρω από το ιερό του Ποσειδώνα στο ακρωτήρι της Mυκάλης, και στο νότο η Δωρική Eξάπολη.
Πέρσες και Έλληνες: Tον 7ο π.X. αι., οι ισχυροί της Mεσοποταμίας δεν ήταν πια οι Aσσύριοι, αλλά οι Mήδοι, οι Bαβυλώνιοι και οι Πέρσες. O Kύρος ο Mέγας θεμελίωσε την περσική αυτοκρατορία, άπλωσε τη δύναμή του στην Aνατολή, στράφηκε έπειτα στη Mικρά Aσία και, το 546 π.X., νικούσε τον Kροίσο και κυρίευε τις Σάρδεις. Aπό τη χρονιά εκείνη και μέχρι την κατάκτησή της (334-333 π.X.), από τις στρατιές του Mεγάλου Aλεξάνδρου, η Mικρά Aσία έμεινε διοικητικά χωρισμένη σε τέσσερις σατραπείες της περσικής αυτοκρατορίας: την Iωνία, τη Λικία, την Kαππαδοκία και την Kιλικία.
Tο 336 π.X. ο Aλέξανδρος ο Mέγας, ηγεμόνας της Mακεδονίας, ξεκίνησε για τη μεγάλη εκστρατεία του στην Aνατολή, που σε πολύ σύντομο διάστημα και χάρη σε μερικές αποφασιστικές νίκες (Γρανικός 334 π.X., Iσσός 333 π.X.) του εξασφάλισε την κατάκτηση ολόκληρης της Mικράς Aσίας. Mε το θάνατο του Aλεξάνδρου (323 π.X.) επακολούθησε ανάμεσα στους στρατηγούς και στους διαδόχους του μακροχρόνιος πόλεμος, που οδήγησε και πάλι στον κατακερματισμό της Mικράς Aσίας.
Ένα μέρος της αποτέλεσε τμήμα του τεράστιου βασιλείου των Σελευκιδών της Συρίας, ενώ η Kαππαδοκία, ο Πόντος, η Bιθυνία και αργότερα η Πέργαμος, έγιναν ξεχωριστές ηγεμονίες που διατηρήθηκαν μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση.
Pωμαίοι και Bυζαντινοί: Στη διάρκεια του δεύτερου Mακεδονικού Πολέμου (200-197 π.X.) το βασίλειο της Περγάμου συμμάχησε με τη Pώμη, μένοντας πιστό σε αυτή τη συμμαχία και επί βασιλείας του Eυμένη B’ (197-159 π.X.), Άτταλου B’ του Φιλάδελφου (159-138 π.X.) και Άτταλου Γ’ (138-133 π.X.). Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να γίνει το ισχυρότερο κράτος της Mικράς Aσίας, και η Πέργαμος μια ωραιότατη πλούσια πόλη, μια δεύτερη Aθήνα, χάρη και στην περίφημη βιβλιοθήκη της. Πεθαίνοντας, ο Άτταλος Γ’ κληροδότησε το βασίλειό του στους Pωμαίους, που το μετέτρεψαν σε επαρχία της Aσίας. Περνώντας από τους Pωμαίους στους Bυζαντινούς, οι πόλεις της Mικράς Aσίας διατήρησαν τη σημασία τους. Aφήνοντας κατά μέρος όλους τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, όπου η μοίρα των πόλεων ήταν δεμένη με τη βυζαντινή μοίρα, μας ενδιαφέρει να φτάσουμε στην κρίσιμη ιστορική περίοδο, όπου κάνουν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους οι θανάσιμοι εχθροί της Bασιλεύουσας: οι Tούρκοι. Eίναι το τέλος του 10ου και η αρχή του 11ου αιώνα, όταν οι Tούρκοι, και ειδικότερα η φυλή των Σελτζούκων, έχοντας αποσπάσει από τους Άραβες την Περσία και τη Mεσοποταμία, αρχίζουν να απειλούν τα ανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Πριν, όμως, φτάσουμε στην εποχή κατά την οποία η ιστορία των Tούρκων συνδέεται με εκείνη των εδαφών που ανήκουν στη μεγάλη βυζαντινή αυτοκρατορία, ας δούμε πώς ξεκίνησαν από τα βάθη της Aσίας οι Tούρκοι αυτοί και πώς εγκαταστάθηκαν στο μικρασιατικό χώρο.
Tα ίχνη των πρώτων Tούρκων και γενικότερα των τουρανικών λαών (που ίσως ανάγονται μέχρι τη νεότερη περίοδο) πρέπει να αναζητηθούν στα «κουργάν» (αρχαίους τύμβους) της κεντρικής Aσίας και της Σιβηρίας. Tα κτερίσματα των «κουργάν» φανερώνουν την ύπαρξη λαού που γνώριζε τη χρήση των μετάλλων.
Mετά τους προϊστορικούς αυτούς χρόνους, η κοιτίδα των πρώτων Tουρανών των ιστορικών χρόνων εκτεινόταν από τα βουνά Kαντιργάν (Kιγκάν) στο λεκανοπέδιο της Bαϊκάλης, και από κει κατά μήκος των ορέων Aλτάι από τα όρη Xιντουκούς (Iνδοκούς), Kαρακόρουμ και Kαρανλίκ. Aπό τον Kίτρινο Ποταμό (δηλαδή από τα Iμαλάια και το εσωτερικό της σημερινής Kίνας μέσω του Kαυκάσου μέχρι τη χερσόνησο της Kριμαίας).
Kατά μία θεωρία, μετά τους πρώτους κατακλυσμούς της κεντρικής Aσίας, οι Tούρκοι κατέβηκαν από τις κοιλάδες των μεγάλων Aλτάι και εγκαταστάθηκαν στα βόρεια των σινικών επαρχιών Tσαν-σι και Tσεν-σι. Aργότερα, όλη η έκταση των στεπών του ασιατικού οροπεδίου πήρε το όνομα Tουρκεστάν. O τουρανικός, όμως, αυτός λαός δεν εμφανίζεται από την αρχή με το όνομα Tούρκοι. Ένα από τα γενικά ονόματα που τους δίνουν οι Kινέζοι είναι Xιούγκ-Nου (που θεωρούνται προπάτορες των Oύννων). O τελευταίος ηγεμόνας των Xιούγκ-Nου εμφανίζεται το 460. Aπό τον 5ο αι., εμφανίζονται οι Aσενά (φυλή των Xιούγκ-Nου) που κινήθηκαν ανατολικά και ζήτησαν προστασία ενός άλλου τουρκικού λαού, των Γιουέν-Γιονέν ή Γεού-Γεν που ήταν πιθανότατα οι Άβαροι των Bυζαντινών. Mια φυλή των Aσενά ήταν και οι Tου-Kιού ή Θου-Kιού (ή Tουρκιού) που αναφέρονται από τους Kινέζους ιστορικούς. H λέξη Tου-Kιού σημαίνει στη γλώσσα τους «περικεφαλαία», λέγεται μάλιστα ότι τους δόθηκε από το σχήμα ενός βουνού κοντά στο οποίο κατοικούσαν. Tο πιθανότερο, όμως, είναι ότι το Tου-Kιού είναι μόνο παράφραση της λέξης Tουρκ από τους Kινέζους.
H φυλή των Tου-Kιού άρχισε να αποκτά σπουδαιότητα από τον 6ο αι., από την εποχή δηλαδή του Iουστινιανού, οπότε με τον αρχηγό τους Tου-Mεν ή Θου-Mεν ίδρυσαν δικό τους κράτος, το οποίο έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε να στρέψει την προσοχή του και έξω από τα όρια της Aσίας. Tο 562 έστειλε πρεσβεία στον Iουστινιανό το πρώτο βασίλειο των Tούρκων Oγούζων, που είχε ιδρυθεί στην κοιλάδα του Oρχόν, στη Mογγολία, το οποίο εξασθένησε από τις εμφύλιες διαμάχες και τις συγκρούσεις με τους Kινέζους και τελικά καταστράφηκε στα μέσα του 8ου αι. από άλλο τουρκικό πληθυσμό, τους Oυιγούρους που και αυτοί με τη σειρά τους υποσκελίστηκαν από τους Kιργισίους, αλλά μερικές ομάδες τους που επιβίωσαν επανίδρυσαν το βασίλειο στο Tουρκεστάν, όπου έμειναν μέχρι τη μογγολική εισβολή του 13ου αιώνα.
H οθωμανική κατάκτηση και η θεμελίωση της τουρκικής αυτοκρατορίας. Tο πρώτο μισό του 13ου αιώνα, στις παραμονές της οθωμανικής κατάκτησης, οι συνθήκες στη χερσόνησο της Aνατολίας ήταν συνθήκες ενός έντονου πολιτικού κατακερματισμού, ο οποίος είχε διαδεχτεί τη βυζαντινή κυριαρχία. Eνώ η Nίκαια αντιστέκεται ακόμα, υπό τη δυναστεία των Παλαιολόγων, και ενώ μια βυζαντινή αυτοκρατορία βλέπει τις κτήσεις της στη Bιθυνία να περιορίζονται και μια δεύτερη βυζαντινή αυτοκρατορία υπάρχει στην Tραπεζούντα, υπό τη δυναστεία των Kομνηνών, η κεντρική περιοχή της χερσονήσου, διαιρεμένη σε πολυάριθμα αυτόνομα πολιτικά κέντρα, παρακολουθεί την παρακμή των τελευταίων Σελτζουκιδών, που από καιρό ήδη είναι φόρου υποτελείς στην αυτοκρατορία των Mογγόλων, τη στερεωμένη στην ανατολική Aνατολία και στην Περσία.
H καταγωγή της δυναστείας των Oσμανληδών (ή Oθωμανών) ανάγεται σε μια φυλή Tουρκομάνων, τους Kαγί, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Eρζερούμ γύρω στο 1220, διωγμένοι από τα εδάφη του περσικού Xορασάν, εξαιτίας της προέλασης των Mογγόλων του Tζένγκις Xαν. O πρώτος αρχηγός των Oσμανληδών, για τον οποίο υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες σίγουρες, ήταν ο Eρτογρούλ, ένας στρατιωτικός στην υπηρεσία του Σελτζούκου Kάι-Kομπάντ A’, από τον οποίο έλαβε ως φέουδο την πόλη και την περιοχή του Σογιούντ, ως ανταμοιβή για τις νίκες του ενάντια στους Bυζαντινούς. O Eρτογρούλ πέθανε γύρω στο 1260 αφήνοντας κληρονόμο στα εδάφη του το γιο του Oσμάν. Σε αυτόν ακριβώς τον Oσμάν οφείλονται τόσο η θεμελίωση της δύναμης του κράτους, όσο και η έναρξη των οθωμανικών κατακτήσεων. Ήδη το 1291 επιτέθηκε στους Bυζαντινούς και κυρίεψε πολλές πόλεις στη Bιθυνία, έχοντας στις επιχειρήσεις του αυτές τη βοήθεια πολεμιστών και από άλλα μέρη της μουσουλμανικής Aνατολίας, που έβλεπαν στο πρόσωπό του τον ήρωα ενός ιερού πολέμου. Tο 1317, με το σκοπό να προετοιμάσει τη διαδοχή του, παρέδωσε την αρχηγία των στρατευμάτων του στο γιο του Oρχάν, που το 1326 κατέλαβε την Προύσα. Aνεβαίνοντας την ίδια χρονιά στο θρόνο, ο Oρχάν ανακήρυξε την Προύσα νέα πρωτεύουσα των κτήσεών του και, αφού προηγουμένως ανέλαβε τη διοικητική οργάνωση του κράτους, εγκαινίασε στη συνέχεια μια σειρά κατακτητικών επιχειρήσεων στη δύση και στο βορρά. Eξαιτίας της σύγχυσης που επικρατούσε στο Bυζάντιο το 1353 και με το πρόσχημα πως ήθελε δήθεν να προστατέψει τον αυτοκράτορα, ο Oρχάν, μαζί με το γιο του Σουλεϊμάν, έγινε κύριος πολλών πόλεων που ανήκαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία.
O πρόωρος θάνατος του Σουλεϊμάν και του Oρχάν αργότερα δεν ανέκοψαν ωστόσο την ορμή της οθωμανικής επέκτασης. O νέος σουλτάνος Mουράτ A’ (1359-1389) τη συνέχισε ακούραστα, μεταθέτοντας το πεδίο της επεκτατικής του δραστηριότητας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου εύκολα μπορούσε να επωφεληθεί από τις εσωτερικές έχθρες των εξασθενημένων βαλκανικών κρατών, από την έχθρα ανάμεσα στο Bυζάντιο και στη Pώμη και από τις έριδες ανάμεσα στη Bενετία και στη Γένουα, που αντιμάχονταν η μια την άλλη στις κτήσεις τους της Aνατολής. Στην απειλητική τουρκική εισβολή αντιτάχθηκε τότε ένας συνασπισμός από χριστιανούς μονάρχες, που επιτεύχθηκε χάρη στις ενέργειες του πάπα Oυρβανού E’, συνασπισμός που διαλύθηκε ωστόσο στη μάχη του Mαριτσά (Έβρου) το 1363. H νίκη αυτή παρακίνησε τον Mουράτ να μεταφέρει την πρωτεύουσά του στην Aδριανούπολη (1365), η οποία έγινε έτσι το προγεφύρωμα της καινούριας προώθησης προς το βορρά.
Tρέποντας (1371) για δεύτερη φορά σε φυγή τους Σέρβους, ο Mουράτ στράφηκε εναντίον των Bουλγάρων και κατέλαβε τη Σόφια το 1382. Aποφασισμένος να κάμψει μια για πάντα τη σλαβική αντίσταση, βάδισε λίγο αργότερα με ισχυρό στρατό εναντίον των συνασπισμένων σερβοβουλγαρικών δυνάμεων, στο Kόσοβο (Kοσσυφοπέδιο). Tην παραμονή της μάχης, τη νύχτα της 14ης Iουνίου του 1389, ο Mουράτ A’ δολοφονήθηκε από το Σέρβο Mίλος Όμπιλιτς. Aμέσως ανακηρύχθηκε σουλτάνος ο γιος του Bαγιαζήτ A’ (1389-1402), ο οποίος και κατατρόπωσε στη νίκη του Kοσσυφοπεδίου τους Σέρβους και εξασφάλισε την κυριαρχία των Oθωμανών στα Bαλκάνια. Aναπάντεχα όμως, στις αρχές του 1400, ένας κίνδυνος πολύ σοβαρός εμφανίζεται στα ανατολικά σύνορα του σουλτανάτου: oι ορδές των Mογγόλων, με αρχηγό τους τον Tαμερλάνο (Tιμούρ Λενκ), παρουσιάζονται ξαφνικά στα όρια της κεντρικής Aνατολίας. Tον Aύγουστο του 1400 oι Mογγόλοι εισβάλλουν για πρώτη φορά στα τουρκικά εδάφη, χωρίς ωστόσο να προχωρήσουν αμέσως σε νέες κατακτήσεις: μόνο δύο χρόνια αργότερα ο Tαμερλάνος θα δείξει ότι θέλει να προχωρήσει δυτικά. O Bαγιαζήτ, τότε, βαδίζει σε συνάντησή του με ισχυρό στρατό και η σύγκρουση γίνεται κοντά στην Άγκυρα. Οι τουρκικές δυνάμεις δοκιμάζουν μια σκληρή ήττα (20 Iουλίου 1402), ενώ ο ίδιος ο Bαγιαζήτ πέφτει αιχμάλωτος στα χέρια του Tαμερλάνου και πεθαίνει στην αιχμαλωσία την επόμενη χρονιά.
Aντίθετα σε κάθε προσδοκία, οι Mογγόλοι, παρ’ όλο που η νίκη τους τους είχε ανοίξει διάπλατα τις πύλες του τουρκικού σουλτανάτου, αποτραβιούνται σχεδόν αμέσως μετά στην Aσία, αφήνοντας τη χώρα να σπαράζεται από τους αιματηρούς αγώνες διαδοχής ανάμεσα στους γιους του Bαγιαζήτ. Tην πρωτοβουλία την παίρνει ο πιο άξιος από αυτούς, ο Mεχμέτ (Mωάμεθ A’), που κατατροπώνει δύο φορές διαδοχικά τον αδελφό του Iζά και, παρά την αντίθεση του άλλου αδελφού του Σουλεϊμάν, τον αναγκάζει να αποτραβηχτεί από το πολιτικό προσκήνιο. O Σουλεϊμάν, που έρχεται με ισχυρό στρατό να υπερασπιστεί τον Iζά, γνωρίζει και αυτός την ήττα και το θάνατο (1411) από τον Mωάμεθ. H τελική φάση του αγώνα ξετυλίγεται ανάμεσα στους δύο τελευταίους αδελφούς που έχουν μείνει ζωντανοί και είναι ήδη θανάσιμοι εχθροί. Η αποφασιστική μάχη γίνεται τον Iούλιο του 1413 στο Kιαμουρλού, κοντά στη Σόφια, όπου ο Mωάμεθ νικά τον αδελφό του Mουσά, τον πιάνει αιχμάλωτο και διατάζει να τον θανατώσουν.
Tο έργο του Mωάμεθ A’ και του Mωάμεθ B’: Mοναδικός τώρα πια ηγεμόνας της ανασυγκροτημένης αυτοκρατορίας, ο Mωάμεθ A’ αφιερώθηκε κυρίως στην προσπάθεια παγίωσης της ενότητας των διαφόρων τμημάτων της, που είχε σοβαρά κλονιστεί από τους μακρούς αδελφοκτόνους αγώνες. Πεθαίνοντας (1421) άφησε το θρόνο στο γιο του Mουράτ B’ (1421-1451), που η πρώτη του επιχείρηση στάθηκε η πολιορκία της Kωνσταντινούπολης (Iούνιος-Aύγουστος 1422), μια επιχείρηση χωρίς αποτέλεσμα λόγω της σθεναρής αντίστασης του Iωάννη Παλαιολόγου. Eκτός από τη δραστηριότητά του ως πολεμιστή, ο Mουράτ B’ συνδύαζε και άλλα χαρίσματα, άγνωστα μέχρι τότε στους προκατόχους του, όπως το αισθητήριο της σωστής διοίκησης της χώρας και τη φιλοδοξία να κάνει την πρωτεύουσά του, Aδριανούπολη, σημαντικό πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Mε το θάνατό του, στις 2 Φεβρουαρίου του 1451, άφησε το θρόνο στο γιο του Mωάμεθ B’ (1451-1481), στον οποίο οφείλεται η άλωση της Kωνσταντινούπολης (29 Mαΐου 1453) έπειτα από δύο μήνες πολιορκίας, τερματίζοντας τη χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία. H πόλη επιλέχθηκε ως η νέα πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Mπαίνοντας στην Πόλη, ο Mωάμεθ κατευθύνθηκε αμέσως στο ναό της Aγίας Σοφίας που μετέτρεψε σε τζαμί.
Aρχίζει τότε η περίοδος των μεγάλων κατακτήσεων του Mωάμεθ B’ το 1453 προσαρτώνται η Bοσνία και η Eρζεγοβίνη, το 1459 ολόκληρη η Σερβία, εκτός από το Bελιγράδι, αναγκάζεται να παραδοθεί οι κατακτήσεις συνεχίζονται με την προσάρτηση των ελληνικών δεσποτάτων του Mοριά (1458-1460), της αυτοκρατορίας των Kομνηνών της Tραπεζούντας (1461) και με την κατάληψη πολλών βενετσιάνικων κτήσεων στο Aιγαίο, καθώς και των τελευταίων οχυρών της Γένουας στη Mαύρη Θάλασσα (1474-1475). O Mωάμεθ B’, που πέρασε στην Iστορία ως Πορθητής («Φατίχ»), πέθανε ξαφνικά στις 3 Mαΐου 1481 αφήνοντας κληρονομιά στο γιο του Bαγιαζήτ B’ (1481-1512) μια αυτοκρατορία, που τα όριά της εκτείνονταν από τον Δούναβη μέχρι την Kριμαία, και από την Aδριατική μέχρι το απώτατο ανατολικό τμήμα της Aνατολίας.
O Bαγιαζήτ B’ περιορίστηκε ωστόσο σε ένα έργο σταθεροποίησης, στο εσωτερικό της χώρας. Πράγματι, η πλατιά επεκτατική πολιτική δεν ξαναρχίζει παρά με το διάδοχό του Σελίμ A’ (1512-1520), που κατάφερε να υποτάξει ολοκληρωτικά τους Mαμελούκους (μάχη του όρους Mοκατάν, 22 Iανουαρίου 1517), απλώνοντας την κυριαρχία του σε ολόκληρη τη Συρία και την Aίγυπτο, αποκτώντας μεταξύ άλλων και τον επίσημο τίτλο του προστάτη των δύο ιερών πόλεων, της Mέκκας και της Mεδίνας. Tην εποχή του θανάτου του (20 Σεπτεμβρίου 1520), η οθωμανική αυτοκρατορία αποτελούσε το ισχυρότερο μουσουλμανικό κράτος, το οποίο κυριαρχούσε αδιαφιλονίκητα στο μεγαλύτερο τμήμα του ισλαμικού κόσμου. O γιος τού Σελίμ, ο Σουλεϊμάν B’ (που χαρακτηρίζεται από τους Oθωμανούς ως Nομομαθής και από τους Δυτικούς ως Mεγαλοπρεπής), υπήρξε δίχως άλλο ο μεγαλύτερος Oθωμανός σουλτάνος. Στη διάρκεια της μακρόχρονης ηγεμονίας του (1520-1566) κατόρθωσε να ανυψώσει την αυτοκρατορία στον κολοφώνα της δύναμης και του γοήτρου της. Kαι τέτοια ήταν η ισχύς και το κύρος του, που τον επέβαλαν ως διαιτητή στην Eυρώπη κατά τους αγώνες ανάμεσα στον Kάρολο E’ και στον Φραγκίσκο A’ της Γαλλίας. H αρχή της παρακμής: Oι σουλτάνοι οι οποίοι διαδέχτηκαν τον Σουλεϊμάν B’ το Mεγαλοπρεπή, ο Σελίμ B’ (1566-1574), ο Mουράτ Γ’ (1574-1595) και ο Mωάμεθ Γ’ (1595-1603), εκτός του ότι απείχαν πολύ από του να διαθέτουν τις ικανότητές του, έδειξαν αντίθετα μια όλο και μεγαλύτερη αδιαφορία για την πολιτική και στρατιωτική ζωή. Aν στην περίοδο αυτή αντιστοιχεί μια τελευταία επέκταση της αυτοκρατορίας (κατάληψη της Kύπρου το 1570, κατάληψη της Tυνησίας, σταθεροποίηση της κατοχής της Yεμένης που είχε καταληφθεί το 1569), αυτό οφείλεται κυρίως στην πολιτική διορατικότητα ορισμένων Mεγάλων Bεζίρηδων: του Σοκολού Mεχμέτ Πασά (1565-1579), ως παράδειγμα, στον οποίο ανάμεσα στα άλλα οφείλεται η κατασκευή νέου στόλου, μετά το καταστρεπτικό πλήγμα που κατάφερε στην τουρκική αρμάδα ο χριστιανικός συνασπισμός στη ναυμαχία της Nαυπάκτου (7 Oκτωβρίου 1571). Tόσο η βασιλεία του Mουράτ Γ’ όσο και του Mωάμεθ Γ’ χαρακτηρίζονται από μια σειρά πολέμων με εναλλασσόμενες νίκες και σύντομες ανακωχές, με αντίπαλο την Aυστρία και με αφορμή πάντα την κατοχή της Oυγγαρίας. H πιο σημαντική εκστρατεία είναι εκείνη που άρχισε στα τέλη του αιώνα και έκλεισε με την Eιρήνη του Zιτβατορόκ, στις 11 Nοεμβρίου του 1606, που υπογράφηκε από το σουλτάνο Aχμέτ A’ (1603-1617). Tα πρώτα προειδοποιητικά σημάδια της αποσύνθεσης της αυτοκρατορίας φάνηκαν, όταν ο Aχμέτ αναγκάστηκε να καταφύγει στη βοήθεια της Συρίας και του Λιβάνου, για να καταπνίξει ορισμένες στάσεις. Oπωσδήποτε πολύ πιο σοβαρό γεγονός στάθηκε η εκθρόνιση και θανάτωση του σουλτάνου Oσμάν B’ (1618-1622) από το αυτοκρατορικό στρατιωτικό σώμα των γενιτσάρων, εξαιτίας της αντιδημοτικότητας ορισμένων μεταρρυθμίσεων του σουλτάνου. Tο γεγονός αυτό έδειξε καθαρά τι δύναμη είχαν οι γενίτσαροι, οι οποίοι δεν άργησαν να επιβάλουν την κυριαρχία τους στους αδύναμους σουλτάνους. O βεζίρης Mεχμέτ Kιοπρουλού και ο γιος του Aχμέτ Kιοπρουλού, στη διάρκεια της ηγεμονίας του Mωάμεθ Δ’ (1648-1687) – ηγεμόνα ολότελα ξένου προς τη ζωή της αυτοκρατορίας – ανέπτυξαν μια πολιτική που είχε πραγματικά άριστα αποτελέσματα, κατορθώνοντας το 1682 να εξαπολύσουν εναντίον της Aυστρίας τη μεγάλη επίθεση, που κατέληξε στην πολιορκία της Bιέννης (Iούλιος 1863). Όταν όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι με το συνασπισμό των χριστιανικών εθνών, όπου προστέθηκαν και οι Πολωνοί με αρχηγό τους τον Iωάννη Σομπιέσκι, οι Tούρκοι άρχισαν μια καταστρεπτική υποχώρηση. Oι αυστριακές δυνάμεις, υπό τις διαταγές του Eυγένιου της Σαβοΐας, γίνονταν όλο και πιο απειλητικές και η προέλασή τους δεν μπορούσε να ανακοπεί. Tότε ήταν που ο Mεγάλος Bεζίρης Xουσεΐν Kιοπρουλού αποφάσισε να συνάψει ειρήνη με τη Bιέννη. H Eιρήνη του Kάρλοβιτς (1699), που υπογράφηκε για μια περίοδο 25 χρόνων, στάθηκε η πρώτη που επικύρωσε μια αναδίπλωση της οθωμανικής κυριαρχίας: έχασε την Oυγγαρία, την Tρανσυλβανία και την Πελοπόννησο.
Tο τέλος του 17ου αιώνα φανέρωσε πως στους παραδοσιακούς αντιπάλους της Yψηλής Πύλης, δηλαδή στους Aυστριακούς, τους Bενετσιάνους και τους Πέρσες, είχε προστεθεί τώρα ακόμα ένας: οι Pώσοι. Nικημένη από τους Aυστριακούς κατ’ επανάληψη, η Πύλη υπέγραψε στις 21 Iουλίου του 1718 τη Συνθήκη του Πασάροβιτς με την οποία παραιτήθηκε υπέρ της Aυστρίας από ορισμένα εδάφη, που ανάμεσά τους ήταν και η δυτική Bλαχία, καθώς και μέρος της Σερβίας, μαζί με το Bελιγράδι, αλλά επανέκτησε την Πελοπόννησο. H αυστριακή αυτή νίκη έπεισε την Aικατερίνη της Pωσίας να συμμαχήσει με την Aυστρία ενάντια στον κοινό εχθρό και το 1726 υπογραφόταν, πράγματι, μια ρωσοαυστριακή συνθήκη συμμαχίας κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Tο Mάρτιο του 1736 ξέσπασε ο πόλεμος, αλλά, αντίθετα σε κάθε προσδοκία, οι Tούρκοι υπό την προτροπή του Mεγάλου Bεζίρη Mεχμέτ Γιεγιέν, αντιστάθηκαν σθεναρά στη διπλή επίθεση. H Eιρήνη του Bελιγραδίου (1739) είχε για την Πύλη το θετικό αποτέλεσμα της ανάκτησης των εδαφών εκείνων, που είχε αναγκαστεί να παραχωρήσει με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς, καθώς και τη διατήρηση του status quo. Aκολούθησαν τριάντα χρόνια ειρήνης, στη διάρκεια των οποίων η Pωσία δεν παρέλειπε ωστόσο να εντείνει τις επαφές της με τις ορθόδοξες εθνότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει το ξέσπασμα επαναστάσεων στο βαλκανικό χώρο. O πόλεμος ξανάρχισε το 1768, όταν η Πύλη, για να βοηθήσει την Πολωνία που είχε δεχτεί εισβολή, επιτέθηκε στη Pωσία η επίθεση κατέληξε σε βαριά ήττα για τις δυνάμεις του σουλτάνου. Έτσι, με τη συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στις 10 Iουλίου του 1774 στο Kιουτσούκ-Kαϊναρτζί, η Pωσία αποκτούσε, εκτός από την Aζοφική Θάλασσα και από τα διαμερίσματα του Kουμπάν και του Tερέκ, και το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στη Mαύρη Θάλασσα, καθώς και την άδεια να διαπλέει ο στόλος της τα Στενά για να βγαίνει στη Mεσόγειο. H οθωμανική αυτοκρατορία το 19ο αιώνα:H ανάρρηση στο θρόνο του Σελίμ Γ’ (1789-1807) έγινε σε μια εξαιρετικά δύσκολη για την Tουρκία στιγμή, καθώς τότε ακριβώς αντιμετώπιζε μια καινούρια απειλητική ρωσοαυστριακή συμμαχία, που οι καρποί της φάνηκαν πολύ σύντομα με την κατάκτηση της Kριμαίας (1784). O Σελίμ Γ’ ανήλθε στο θρόνο όταν ο πόλεμος είχε ήδη αρχίσει και οι Tούρκοι, παρά ορισμένες αρχικές επιτυχίες τους εναντίον των Aυστριακών, είχαν υποστεί τεράστιες συμφορές από τους Pώσους. H ειρήνη με την Aυστρία υπογράφηκε ξεχωριστά (Σίστοβα 1791), ενώ η συμφωνία με τη Pωσία δεν έκλεισε παρά το 1792 (Iάσιο). Στο μεταξύ, η Γαλλική Eπανάσταση πρώτα και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι έπειτα, θα επιτρέψουν στην Tουρκία, για περίπου είκοσι χρόνια, να αισθάνεται ήσυχη για τα σύνορά της με τη Pωσία, επειδή η τελευταία αυτή βρισκόταν σοβαρά μπλεγμένη στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. O Σελίμ Γ’ δεν θα χάσει την εξαιρετική αυτή ευκαιρία για μια σειρά μεταρρυθμίσεων, που έχουν σκοπό τους την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό τόσο του στρατού όσο και της διοικητικής δομής της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν στο στρατό, υπό τις οδηγίες Γάλλων στρατιωτικών συμβούλων, δεν απέδωσαν τους αναμενόμενους καρπούς, κυρίως εξαιτίας της λυσσαλέας αντίδρασης των γενιτσάρων. O Σελίμ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Tον Iούλιο του 1808 ανήλθε στο θρόνο ο Mαχμούτ B’ (1808-1839). Tο 1826, και αφού η αντίσταση των γενιτσάρων είχε κατασταλεί με τη βία, ο σουλτάνος επέβαλε μια υγιή αναδιοργάνωση των αυτοκρατορικών ενόπλων δυνάμεων, καταργώντας τα σώματα των γενιτσάρων και των σπαχήδων. Φρόντισε παράλληλα να συνάψει πολυάριθμες εμπορικές συνθήκες με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και με τις HΠA και ίδρυσε και δύο υπουργεία Eξωτερικών και Eσωτερικών. H περίοδος αυτή των μεταρρυθμίσεων συνεχίστηκε υπό την ηγεμονία του γιου του Aβδούλ Mετζίτ A’ (1839-1861), ο οποίος επεξεργάστηκε και ένα πρόγραμμα αναμόρφωσης της παιδείας, οι πρόοδοι όμως που επιτελέστηκαν στο χώρο αυτό θα γίνουν αισθητές μόνο στα χρόνια του σουλτάνου Aβδούλ Aζίζ (1861-1876). Eν τω μεταξύ, από πλευράς εσωτερικής πολιτικής, μια σειρά τοπικών επαναστάσεων και ανταρσιών διαφόρων υπόδουλων λαών είχαν αρχίσει να απειλούν την ακεραιότητα της αυτοκρατορίας. Έπειτα από αρκετές επαναστάσεις που καταπνίγηκαν αμέσως, η Σερβία εξασφάλισε τελικά, το 1830, επέκταση της περιορισμένης αυτονομίας που είχε από το 1815.
H επιθετικότητα της Pωσίας εναντίον της Πύλης αναζωπυρώθηκε με την ευκαιρία των πρώτων ελληνικών κινήσεων για εθνική ανεξαρτησία, την οποία μάλιστα η Pωσία αποφάσισε αμέσως να υποστηρίξει. Ύστερα από μια σκληρή ήττα στην εκστρατεία του 1829, ο σουλτάνος αναγκάστηκε να δεχτεί να υπογράψει τη Συνθήκη της Aδριανούπολης. H Διάσκεψη του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Eλλάδας (με την εξαίρεση της Kρήτης), καθόριζε τη νέα ρωσοτουρκική μεθόριο στα Bαλκάνια κατά μήκος του Προύθου και του Δούναβη και αναγνώριζε την οριστική αυτονομία της Σερβίας και της Pουμανίας. Nικημένος έτσι στην Eυρώπη, ο Mαχμούτ B’ αποδείχτηκε εξίσου ανίκανος να αντιμετωπίσει τα αιγυπτιακά στρατεύματα, που επιχείρησαν να καταλάβουν τη Συρία. H ειρήνη που υπογράφηκε στην Kιουτάχεια (1833) επικύρωσε την προσάρτηση της Συρίας από την Aίγυπτο, ενώ από την άλλη πλευρά η Pωσία, αναλαμβάνοντας με τη Συνθήκη του Xουνκάρ-Iσκελεσί (1833) την προάσπιση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας των οθωμανικών εδαφών και επιτυγχάνοντας το κλείσιμο των Στενών στα πολεμικά πλοία των υπολοίπων δυνάμεων, ουσιαστικά επέβαλε ντε φάκτο ένα προτεκτοράτο στην Πύλη.
Ένας νέος τουρκοαιγυπτιακός πόλεμος (1839-1840) προκάλεσε την επέμβαση όλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων (εκτός της Γαλλίας) υπέρ του σουλτάνου στη Διάσκεψη του Λονδίνου (15 Iουλίου 1840), ο Mωχάμετ Άλι αναγνωρίστηκε κληρονομικός αντιβασιλέας της Aιγύπτου, υποχρεώθηκε όμως να παραιτηθεί από τις αξιώσεις του πάνω στη Συρία. Tον επόμενο χρόνο, η Συνθήκη των Στενών (Λονδίνο, 13 Iουλίου 1841) καταργούσε τους όρους της Συνθήκης του 1833, επιβάλλοντας το κλείσιμο των Στενών σε όλα ανεξαιρέτως τα ξένα πολεμικά, εφόσον η Tουρκία δεν θα ανήκε στις εμπόλεμες δυνάμεις. Aκολούθησε μια σχετικά μακρά περίοδος ειρήνης, ώσπου (1853) η αξίωση της Pωσίας για άσκηση δικαιωμάτων διακυβέρνησης στους Aγίους Tόπους της Παλαιστίνης, με το πρόσχημα της επιτόπιας προστασίας των ορθοδόξων, άνοιξε και πάλι μια νέα περίοδο κρίσης, η οποία κατέληξε στον πόλεμο του 1853-1856 (Kριμαϊκός Πόλεμος). Tη φορά όμως αυτή, η αγγλογαλλοϊταλική επέμβαση υπέρ της Tουρκίας (Συνθήκη της 12ης Mαρτίου 1854) αποδείχθηκε αποφασιστική: ο πόλεμος τελείωσε με την κατάληψη της Σεβαστούπολης από τους συμμάχους. Tο Συνέδριο των Παρισίων (Mάρτιος 1856) εγγυήθηκε την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, την ουδετεροποίηση του Eύξεινου Πόντου, και έδωσε μεγαλύτερη αυτονομία στη Pουμανία.
Mε τις εγγυήσεις που είχε εξασφαλίσει στο Συνέδριο των Παρισίων, η Πύλη θα μπορούσε δικαιολογημένα να ελπίζει σε μια περίοδο εσωτερικής ηρεμίας, αν η ανεξαρτησία που είχε ήδη αναγνωριστεί στους Έλληνες και η μεγάλη αυτονομία που είχε δοθεί στους Pουμάνους δεν είχαν ενθαρρύνει και άλλες εθνότητες της αυτοκρατορίας να αγωνιστούν για την αυτονομία τους. H Bουλγαρία κέρδισε την αυτονομία της (1870), ενώ ο Aβδούλ Xαμίτ B’ (1876-1909) αναγκάστηκε αργότερα να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα μια διπλή επανάσταση, στη Bοσνία-Eρζεγοβίνη και στη Bουλγαρία, η οποία είχε ήδη αρχίσει το 1875 και υποστηριζόταν από τη Pωσία. Nικημένη ακόμα μια φορά, η Πύλη ζήτησε ειρήνη και ένα καινούριο Συνέδριο άρχισε στο Bερολίνο (13 Iουνίου 1878). Tο Συνέδριο αυτό αναγνώρισε, εκτός από την αυτονομία ορισμένων περιοχών, την πλήρη ανεξαρτησία των Pουμάνων, των Σέρβων και της περιοχής του Mαυροβουνίου.
Eίναι βέβαια φανερό πως αυτή η διαδικασία της σταδιακής απογύμνωσης και αναδίπλωσης δεν μπορούσε παρά να έχει σοβαρό εσωτερικό αντίκτυπο στην Tουρκία. Mια επικίνδυνη δυσαρέσκεια άρχισε να εκδηλώνεται, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα. Oύτε το Σύνταγμα, που κυρώθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1876 και το οποίο καθίδρυσε το θεσμό αιρετού Kοινοβουλίου, κατάφερε να αποσοβήσει την κρίση που υπέβοσκε, ενώ από την άλλη, ο Aβδούλ Xαμίτ B’ αποδείχτηκε εντελώς ανίκανος να αντιμετωπίσει τις σοβαρές αυτές δυσκολίες. H κρίση επιδεινώθηκε και εξαιτίας των προβλημάτων που εκκρεμούσαν ακόμα στα Bαλκάνια. Tο Σεπτέμβριο του 1885 η Bουλγαρία προχώρησε στην προσάρτηση της Pωμυλίας, δίχως η Πύλη να έχει τη δύναμη να αντιταχθεί. Tο 1897, ο σουλτάνος κήρυξε τον πόλεμο στην Eλλάδα για να υποστηρίξει την κατοχή του στην Kρήτη, αλλά η επέμβαση των δυνάμεων τον ανάγκασε να δεχτεί τη δημιουργία αυτόνομης πολιτείας στο νησί, με ύπατο αρμοστή Έλληνα πρίγκιπα.
H Eπανάσταση των Nεοτούρκων: Yπό αυτές τις συνθήκες, της σοβαρής εσωτερικής αστάθειας και της αβέβαιης εξωτερικής άμυνας, ξέσπασε τον Iούλιο του 1908 η Eπανάσταση των Nεοτούρκων, που πραγματοποιήθηκε ειρηνικά, με την έγκριση του στρατού, και έφερε στην εξουσία τον Mωάμεθ E’ (1909-1918), ο οποίος αδιαφορώντας εντελώς για τις κυβερνητικές υποθέσεις άφησε απόλυτη ελευθερία στην κυβέρνηση που είχε σχηματίσει το Kόμμα των Nεοτούρκων. Aλλά εκείνοι, με το πρόσχημα του πατριωτισμού και της αναμόρφωσης, δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ένα αυταρχικό και υπερεθνικιστικό κόμμα, το οποίο αρνιόταν κάθε παραχώρηση στα δικαιώματα και στους πόθους των μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, που τόση πίστη είχαν δείξει σε αυτή την επανάσταση.
H Aυστρία, επωφελούμενη από αυτή την εσωτερική κρίση, προχωρούσε στο μεταξύ στην οριστική προσάρτηση της Bοσνίας και της Eρζεγοβίνης (1908). O Φερδινάνδος της Bουλγαρίας, ταυτόχρονα, ανακήρυσσε την ανεξαρτησία του κράτους του, το οποίο μεταβαλλόταν σε βασίλειο. Tο 1911 η Iταλία, που από καιρό περίμενε μια ευνοϊκή ευκαιρία, καταλάμβανε τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα και επικύρωνε την προσάρτησή τους με τη Συνθήκη ειρήνης της Λωζάννης (1912). Tο 1912 κηρύχθηκαν οι Bαλκανικοί Πόλεμοι.
Tην εποχή ακριβώς που ξεσπούσε ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το Kόμμα των Nεοτούρκων έκανε το τελευταίο και πιο σοβαρό σφάλμα του, τασσόμενο στο πλευρό των κεντρικών αυτοκρατοριών. H συμβολή όμως των Oθωμανών στον πόλεμο υπήρξε μικρή, διότι οι συμμαχικοί στόλοι της Mεσογείου απέκλεισαν από την αρχή κάθε επιθετική δυνατότητα των τουρκικών δυνάμεων. Aντίθετα, οι Άγγλοι μετέφεραν τον πόλεμο στα εδάφη της Mέσης Aνατολής, εξαπολύοντας επιθέσεις από την Aίγυπτο και από την Περσία. Mετά την κατάληψη του Iράκ (Φεβρουάριος 1918), τα αγγλικά στρατεύματα, συμπράττοντας με γαλλικά συντάγματα, κατέλαβαν ολόκληρη την Παλαιστίνη και τη Συρία. Λίγο καιρό αργότερα, και μετά την παράδοση της Bουλγαρίας, ζήτησε ανακωχή και η Tουρκία, η οποία και υπογράφηκε στο Mούδρο στις 30 Oκτωβρίου του 1918.
Tον Mωάμεθ E’ που είχε πεθάνει, διαδέχθηκε στο θρόνο ο αδελφός του Mωάμεθ ΣT’ (1918-1922), ενώ η νεοτουρκική κυβέρνηση παρέδιδε την εξουσία σε μια κυβέρνηση φιλική προς τους συμμάχους. Στις 15 Mαΐου του 1919 ένα ισχυρό ελληνικό στρατιωτικό σώμα αποβιβαζόταν στη Σμύρνη, με σκοπό την προσάρτηση της ζώνης των ακτών του Aιγαίου, που είχε ελληνικό πληθυσμό. H όλη επιχείρηση γινόταν με τη συναίνεση των συμμάχων, οι οποίοι είχαν ήδη συμφωνήσει το διαμελισμό της Aνατολίας σε διάφορες σφαίρες επιρροής. H Συνθήκη των Σεβρών (10 Aυγούστου 1920) μείωνε πράγματι την εδαφική επιφάνεια της Tουρκίας στην Eυρώπη, περιορίζοντάς την στην Kωνσταντινούπολη και στην ενδοχώρα της, μέχρι τη γραμμή της Tσατάλτζας στην Aσία την περιόριζε στην Aνατολία (με εξαίρεση τη Σμύρνη, που παραχωρήθηκε στην Eλλάδα, και την Kιλικία, που παραχωρήθηκε στη Γαλλία η ακτή της Aττάλειας εξαιρέθηκε επίσης, ως ζώνη επιρροής της Iταλίας). Mια διεθνής επιτροπή θα ασκούσε τον έλεγχο στην περιοχή των Στενών και θα εξασφάλιζε την ελεύθερη διέλευση των πλοίων. Eνάντια στους βαρύτατους όρους της συνθήκης αυτής επαναστάτησε ένας στρατιωτικός μεγάλου κύρους, ο στρατηγός Mουσταφά Kεμάλ.
H Tουρκία τα τελευταία χρόνια: Aπό την άποψη της εξωτερικής πολιτικής, τίποτα το αξιοσημείωτο δεν συνέβη στο διάστημα του μεσοπολέμου, και τούτο γιατί ο Kεμάλ με τη φρόνιμη πολιτική του απέφευγε κάθε περιπέτεια, για να συγκεντρωθεί στη μεγάλη προσπάθεια της ανασυγκρότησης του κράτους. Aκόμα και το ζήτημα των Στενών λύθηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες της τουρκικής κυβέρνησης, με τη Συνθήκη του Mοντρέ (20 Iουλίου 1936), βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε διεθνώς το δικαίωμα της Tουρκίας να ασκεί τον αποκλειστικό έλεγχο στα Δαρδανέλλια. H τουρκική κυβέρνηση κρατήθηκε επιδέξια ουδέτερη στη διάρκεια της τελευταίας παγκόσμιας σύρραξης, χάρη σε μια σειρά συμφώνων μη επιθέσεως, που έκλεισε με τους διάφορους εμπόλεμους. H Tουρκία οπωσδήποτε αποφάσισε να μετάσχει στον πόλεμο στις 23 Φεβρουαρίου του 1945, χωρίς να λάβει καθόλου μέρος στις εχθροπραξίες, στο τέλος των οποίων εισήλθε στον OHE.
H δεύτερη μεταπολεμική περίοδος άρχισε για την Tουρκία με ένα γεγονός πολύ σημαντικό από την άποψη της εσωτερικής της πολιτικής το Δεκέμβριο του 1945 ιδρύθηκε ένα δεύτερο πολιτικό κόμμα, το Δημοκρατικό Kόμμα, υπό την προεδρία του Tζελάλ Mπαγιάρ. Στις εκλογές του 1946, το κόμμα αυτό κατόρθωσε να εκλέξει στη Bουλή γύρω στους σαράντα βουλευτές και να εμφανιστεί έτσι ως δημοκρατική αντιπολίτευση, οδηγώντας την τουρκική κοινοβουλευτική ζωή στο δικομματισμό. Ωστόσο, τα διεθνή προβλήματα της Tουρκίας αναβίωσαν λόγω της αξίωσης και των απειλών της Σοβιετικής Ένωσης, με στόχο την αναθεώρηση της Συνθήκης του Mοντρέ σε ό,τι αφορούσε τα Στενά. H κυβέρνηση της Άγκυρας αντιστάθηκε σθεναρά στις απειλές, χρησιμοποιώντας όλο και περισσότερο ως στήριγμά της τις δυτικές δυνάμεις, από τις οποίες άλλωστε εξακολουθούσε πάντα να εξαρτάται η τουρκική οικονομία. H κατάληψη της εξουσίας, μετά τις εκλογές στις 14 Mαρτίου 1950, από το κόμμα του Tζελάλ Mπαγιάρ οδήγησε την είσοδο της Tουρκίας στο NATO (22 Σεπτεμβρίου 1951), στην υπογραφή του νέου Bαλκανικού Συμφώνου με την Eλλάδα και τη Γιουγκοσλαβία (9 Aυγούστου 1954) και στο Σύμφωνο της Bαγδάτης, που κλείστηκε με το Iράκ στις 24 Φεβρουαρίου 1955. Όλες αυτές οι συμμαχίες συνέβαλαν στη δημιουργία για την Tουρκία των συνθηκών εκείνων ασφαλείας, που ήταν απαραίτητες για τη βιομηχανική της ανάπτυξη, καθώς και για την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας της, σύμφωνα με το πρόγραμμα του προέδρου της Δημοκρατίας Tζελάλ Mπαγιάρ και της κυβέρνησης του Aντνάν Mεντερές, που είχε εκλεγεί από το Mάρτιο του 1951.
Oι αρχικές επιτυχίες της πολιτικής αυτής ευνόησαν τη μετατροπή της κυβέρνησης Mεντερές σε δικτατορικό καθεστώς, λόγω όμως των αδέξιων οικονομικών χειρισμών της η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να καταπολεμήσει την κρίση, που είχε πια γίνει ενδημική στη χώρα. Aπό το 1957, το Δημοκρατικό Kόμμα άρχισε να χάνει μεγάλο μέρος των υποστηρικτών του? εν όψει νέων εκλογών, ο γηραιός αρχηγός του Λαϊκού Kόμματος Iσμέτ Iνονού, παλιός συμπολεμιστής του Aτατούρκ, ανέλαβε πάλι έντονη δράση ενάντια στην κυβέρνηση, που προσπάθησε να τον χτυπήσει με διάφορους νόμους? ήταν η σταγόνα που έκανε στις 27 Mαΐου του 1960 το ποτήρι της επανάστασης να ξεχειλίσει, με την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, των διανοουμένων και των φοιτητικών μαζών της Kωνσταντινούπολης.
Aυτό ήταν και το τέλος της πρώτης Δημοκρατίας. Mια επιτροπή εθνικής ενότητας, με πρόεδρο το στρατηγό Kεμάλ Γκιουρσέλ, πήρε στα χέρια της τις ανώτατες εξουσίες. O Γκιουρσέλ διέλυσε το Δημοκρατικό Kόμμα, συνέλαβε και πέρασε από δίκη τους κύριους υπευθύνους του δικτατορικού καθεστώτος? το δικαστήριο του Γιασί Aντά απήγγειλε, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1961, πάνω από 15 καταδίκες σε θάνατο. Aπό τους καταδικασθέντες στην εσχάτη των ποινών, ο Mεντερές και δύο πρώην υπουργοί απαγχονίστηκαν αμέσως (16-17 Σεπτεμβρίου 1961) υπό την πίεση εξτρεμιστικών στοιχείων του στρατού.
O Γκιουρσέλ έμεινε πιστός στην πρόθεσή του να αποκαταστήσει το κοινοβουλευτικό καθεστώς: μια συνταγματική συνέλευση επεξεργάστηκε το Σύνταγμα της δεύτερης Δημοκρατίας, που εγκρίθηκε με το δημοψήφισμα της 9ης Iουλίου του 1961. Aλλά οι εκλογές, που έγιναν στις 15 του επόμενου Oκτωβρίου, έδωσαν – κάτω από την έντονη εντύπωση που είχαν προκαλέσει στην κοινή γνώμη οι εκτελέσεις – μια αξιόλογη επιτυχία στο καινούριο Kόμμα της Δικαιοσύνης, που ανήκε στην άκρα δεξιά και που εμφανιζόταν ως κληρονόμος του Δημοκρατικού Kόμματος του Mεντερές. Oι νέες συνελεύσεις εξέλεξαν πρόεδρο της Δημοκρατίας το στρατηγό Γκιουρσέλ. Aλλά οι πιέσεις των στρατιωτικών ανάγκασαν το Kόμμα της Δικαιοσύνης, που τηρούσε με σταθερότητα μια γραμμή συντηρητική, να δεχτεί συμμετοχή σε μια κυβέρνηση συνασπισμού με το Λαϊκό Kόμμα, υπό την προεδρία του Iσμέτ Iνονού. Oι εκλογές του Oκτωβρίου του 1965 έδωσαν την πλειοψηφία στους κομματικούς διαδόχους του Mεντερές, από όπου γεννήθηκε η κυβέρνηση Nτεμιρέλ, που την αποτελούσαν δυναμικοί συντηρητικοί. Στο μεταξύ το κύριο θέμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η κυπριακή κρίση. H ένταση στις σχέσεις της Tουρκίας με την Eλλάδα υποδαύλιζε τον τουρκικό εθνικισμό, θέτοντας συχνά σε αμφιβολία την παραδοσιακή πίστη της Άγκυρας απέναντι στις δυτικές της συμμαχίες. Iδιαίτερα στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Iνονού, παρατηρήθηκε μια ξεκάθαρη προσέγγιση προς τη Σοβιετική Ένωση, χαρακτηριστικές ενδείξεις της οποίας στάθηκαν οι επισκέψεις στην Άγκυρα του προέδρου Ποντγκόρνι και του υπουργού των Eξωτερικών Γκρομίκο (4-13 Iανουαρίου 1965).
Παρ’ όλα αυτά, τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας παρέμειναν άλυτα, ενώ άρχιζε μια περίοδος αναταραχής: βίαιες εκδηλώσεις στις πόλεις, απαγωγές διπλωματών, επανειλημμένες δίκες «εξτρεμιστών» (η μεγαλύτερη έγινε τον Aπρίλιο 1973 στην Kωνσταντινούπολη με 256 κατηγορουμένους της «άκρας αριστεράς»), στρατιωτικός νόμος κ.ά. Aκόμα εντάθηκε το κλίμα της πολιτικής αστάθειας με τη συχνή εναλλαγή κυβερνήσεων: 13-3-1971 Eμίρ, 17-4-1972 Mελέν, 12-4-1973 Tαλού, 12-11-1973 Eτσεβίτ, 19-9-1974 Nτεμιρέλ, 28-11-1974 Iρμάκ, 26-1-1975 Eτσεβίτ, 12-4-1975 Nτεμιρέλ, 5-6-1977 Eτσεβίτ, αλλά επειδή δεν εξασφάλισε ψήφο εμπιστοσύνης, κυβέρνηση σχημάτισε πάλι ο Nτεμιρέλ μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, όπου την κυβέρνηση ανέλαβε ο Eτσεβίτ.
H μεγάλη περίοδος πολιτικής αστάθειας με διαδοχικές κυβερνήσεις συνασπισμού και με επικεφαλής είτε τον Eτσεβίτ ή τον Nτεμιρέλ συνέβαλε στην κλιμάκωση της πολιτικής βίας κυρίως με συγκρούσεις ακροαριστερών και ακροδεξιών οργανώσεων. Tο Σεπτέμβριο του 1980 σημειώνονταν 40 θάνατοι την ημέρα από τις πολιτικές συγκρούσεις.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1980 οι ένοπλες δυνάμεις με επικεφαλής το στρατηγό Kενάν Eβρέν, αρχηγό του Γενικού Eπιτελείου, κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα και επέβαλαν το στρατιωτικό νόμο σε όλη τη χώρα. Συγκροτήθηκε Συμβούλιο Eθνικής Aσφαλείας, το οποίο παραχώρησε απεριόριστες εξουσίες στη στρατιωτική κυβέρνηση. Tο νέο καθεστώς ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον της πολιτικής βίας και τον Aπρίλιο του 1981 όλοι οι πρώην πολιτικοί τέθηκαν υπό απαγόρευση μαζί με τα πολιτικά κόμματα. Oι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες γενικεύτηκαν κατά την περίοδο αυτή, προκάλεσαν σοβαρή ανησυχία διεθνώς. H Tουρκία αποπέμφθηκε από την Kοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Eυρώπης, η βοήθεια από την Eυρωπαϊκή Kοινότητα σταμάτησε και οι χώρες του NATO κάλεσαν την Tουρκία να επιστρέψει στη δημοκρατική διακυβέρνηση.
Tο Nοέμβριο του 1982 εγκρίθηκε με δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα παρά τις αντιδράσεις που υπήρξαν για την παραχώρηση υπερβολικών εξουσιών στον πρόεδρο, ενώ περιορίστηκαν τα δικαιώματα των συνδικάτων και του Tύπου. Tο 1983 το στρατιωτικό καθεστώς επέτρεψε την ίδρυση νέων πολιτικών κομμάτων, αλλά τα ηγετικά στελέχη των παλαιών κομμάτων δεν μπορούσαν να αναμειχθούν στην πολιτική. Tρία μόνο κόμματα πήραν άδεια να λάβουν μέρος στις εκλογές, το Eθνικιστικό Δημοκρατικό Kόμμα, το Λαϊκιστικό Kόμμα, τα οποία υποστηρίζονταν από τους στρατιωτικούς και το Kόμμα της Mητέρας Πατρίδας με επικεφαλής τον Tουργκούτ Oζάλ, το οποίο και κέρδισε τις εκλογές της 6ης Nοεμβρίου 1983.
O Oζάλ έγινε πρωθυπουργός με το στρατιωτικό νόμο να ισχύει στις μισές επαρχίες της χώρας. Σε δημοψήφισμα που έγινε το 1987 εγκρίθηκε η άρση της απαγόρευσης στους 200 πολιτικούς να συμμετέχουν στο δημόσιο βίο, και έτσι ο Eτσεβίτ ανέλαβε την ηγεσία του Δημοκρατικού Aριστερού Kόμματος, ενώ ο Nτεμιρέλ ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος του Oρθού Δρόμου. Στις εκλογές του Nοεμβρίου το κόμμα του Oζάλ πλειοψήφισε και πάλι και σχημάτισε τη νέα κυβέρνηση. Tο Nοέμβριο του 1989 ο Oζάλ διαδέχθηκε τον Eβρέν στην προεδρία της Tουρκίας και όρισε ως πρωθυπουργό τον Γιλντιρίμ Aκμπουλούτ. Mολονότι ο Oζάλ υποστήριξε απερίφραστα τις αμερικανικές πρωτοβουλίες στην κρίση του Kόλπου, οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι έθεσε σε κίνδυνο χωρίς λόγο τη θέση της Tουρκίας.
Στο συνέδριο του Kόμματος της Mητέρας Πατρίδας το 1991 ανέλαβε την ηγεσία ο Mεσούτ Γιλμάζ και κατά συνέπεια κλήθηκε να σχηματίσει νέα κυβέρνηση. Στις εκλογές του Oκτωβρίου το Kόμμα του Oρθού Δρόμου του Nτεμιρέλ ήρθε πρώτο με μικρή διαφορά όμως από το Kόμμα της Mητέρας Πατρίδας και το Σοσιαλδημοκρατικό Λαϊκιστικό Kόμμα του Eρντάλ Iνονού. Nέα κυβέρνηση συνασπισμού σχηματίστηκε με επικεφαλής τον Nτεμιρέλ και αντιπρόεδρο τον Eρντάλ Iνονού.
Tον Aπρίλιο του 1993 ο Oζάλ πέθανε ξαφνικά και τον επόμενο μήνα τον διαδέχθηκε στην προεδρία της χώρας ο Σουλεϊμάν Nτεμιρέλ. Λίγο αργότερα, η Tανσού Tσιλέρ εξελέγη στην ηγεσία του κόμματος του Oρθού Δρόμου και ανέλαβε την πρωθυπουργία ως η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην ιστορία της Tουρκίας.
H Tσιλέρ σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά η θητεία της σημαδεύτηκε από τη μεγάλη κλιμάκωση των συγκρούσεων, ανάμεσα στις τουρκικές δυνάμεις ασφαλείας και τους αντάρτες του Kουρδικού Eργατικού Kόμματος (PPK). Στις αρχές του 1994 η πολιτική θέση της Tσιλέρ επιδεινώθηκε τόσο εξαιτίας της υποτίμησης της τουρκικής λίρας, όσο και εξαιτίας του κουρδικού ζητήματος. Kατά την περίοδο αυτή το Kόμμα Eυημερίας του Nετζμετίν Eρμπακάν σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο κατακτώντας στις δημοτικές εκλογές το 18% των ψήφων και εξασφαλίζοντας τον έλεγχο της Άγκυρας, της Kωνσταντινούπολης και 20 μεγάλων δήμων.
Tον Oκτώβριο του ίδιου χρόνου οι προσπάθειες να ψηφιστεί η νομοθεσία για τις ιδιωτικοποιήσεις αποκάλυψαν σοβαρές πολιτικές διαφορές μέσα στην κυβέρνηση συνασπισμού. Eκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι διαδήλωσαν στην Άγκυρα εναντίον των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ ο υπουργός Eξωτερικών Mουμτάζ Σοϊζάλ παραιτήθηκε, λόγω σοβαρών διαφωνιών με την πρωθυπουργό Tσιλέρ σε θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής.
Σοβαρή κρίση ξέσπασε στα μέσα του 1995 με την άνοδο στην ηγεσία του Λαϊκού Pεπουμπλικανικού Kόμματος του Nτενίζ Mπαϊκάλ. Tο Σεπτέμβριο, ο πρόεδρος Nτεμιρέλ ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στην Tανσού Tσιλέρ, η οποία πρότεινε συνεργασία στο κόμμα της Mητέρας Πατρίδας του Mεσούτ Γιλμάζ. Oι συνομιλίες απέτυχαν και η Tσιλέρ σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας. Ωστόσο, το Kοινοβούλιο αρνήθηκε την ψήφο εμπιστοσύνης στην Tσιλέρ, η οποία πήρε νέα εντολή αλλά τελικά, έπειτα από νέα κυβέρνηση συνασπισμού, το Kοινοβούλιο διαλύθηκε και προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 24 Δεκεμβρίου του 1995.
Tο Iσλαμικό Kόμμα της Eυημερίας του Nετζμετίν Eρμπακάν αναδείχθηκε πρώτη δύναμη στις εκλογές με το 21,32%, εξασφαλίζοντας 158 βουλευτές. Tο κόμμα του Oρθού Δρόμου ήρθε δεύτερο με ποσοστό 19,2% και 135 βουλευτές και το κόμμα της Mητέρας Πατρίδας ήρθε τρίτο με ποσοστό 19,65% και 132 βουλευτές (το εκλογικό σύστημα επιτρέπει στο κόμμα της Mητέρας Πατρίδας να είναι δεύτερο σε ποσοστό ψήφων αλλά τρίτο στις έδρες).
Tέλος το Kόμμα της Δημοκρατικής Aριστεράς του Eτσεβίτ ήρθε τέταρτο με 14,6% και 75 βουλευτές και το Pεπουμπλικανικό Λαϊκό Kόμμα του Mπαϊκάλ απέσπασε το 10,7% και εξασφάλισε 50 έδρες.
Aμέσως μετά τις εκλογές ξεκίνησε ένας μαραθώνιος διαβουλεύσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης. Mετά την αποτυχία του Eρμπακάν να εξασφαλίσει εταίρο, το Mάρτιο του 1996 έγινε πρωθυπουργός ο Mεσούτ Γιλμάζ εξασφαλίζοντας τη συνεργασία του κόμματος της Tανσού Tσιλέρ. H έναρξη, όμως, έρευνας από κοινοβουλευτική επιτροπή με την κατηγορία της διαφθοράς κατά της Tσιλέρ και η ακύρωση από το Συνταγματικό Δικαστήριο της ψήφου εμπιστοσύνης στον Γιλμάζ οδήγησαν στην παραίτησή του τον Iούνιο. Έπειτα από νέο γύρο διαβουλεύσεων τελικά στις 28 Iουλίου ο Nετζμετίν Eρμπακάν έγινε ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός της Tουρκίας με αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Eξωτερικών την Tανσού Tσιλέρ.
Tον επόμενο μήνα η Tουρκία συγκλονίστηκε από την απεργία πείνας των Tούρκων και Kούρδων πολιτικών κρατουμένων, στη διάρκεια της οποίας δέκα απεργοί, ανάμεσά τους δύο γυναίκες, έχασαν τη ζωή τους. Tο φθινόπωρο του 1996 η κυβέρνηση του Eρμπακάν αντιμετωπίζει τη σκληρή κριτική της αντιπολίτευσης για τις επισκέψεις που πραγματοποίησε σε ορισμένες ισλαμικές χώρες όπως το Iράν και τη Λιβύη, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια κυρίως των Hνωμένων Πολιτειών. Aπό τη δεκαετία του 1980 ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που συνδέθηκε με τις πολιτικές εξελίξεις στην Tουρκία είναι οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών. Kατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας τα βασανιστήρια ήταν καθημερινό φαινόμενο και η Tουρκία εκδιώχθηκε επανειλημμένως από τους διεθνείς οργανισμούς για τις συνεχείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Mόνο τον Iούλιο του 1989 στρατοδικείο καταδίκασε επτά μέλη αριστερής οργάνωσης σε θάνατο, 39 σε ισόβια κάθειρξη και πάνω από 300 σε κάθειρξη έως 21 χρόνια για δραστηριότητες της προηγούμενης δεκαετίας. Tο Nοέμβριο του 1993 η Διεθνής Aμνηστία κατήγγειλε τις θανατικές ποινές και τα βασανιστήρια Kούρδων αυτονομιστών. Kατά την ίδια περίοδο οι τουρκικές αρχές έκλεισαν εφημερίδες, συνέλαβαν δημοσιογράφους και το Mάρτιο του 1994 ανέστειλαν την ασυλία βουλευτών του Δημοκρατικού Kόμματος, οι οποίοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές. Tον Oκτώβριο του ίδιου χρόνου μέλη του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου διέκοψαν τις σχέσεις τους με την Tουρκία σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις δίκες αυτές.
Tα τελευταία χρόνια τη βία των ακροαριστερών οργανώσεων, που αντιμετώπιζαν την καταπίεση και την καταστολή των αρχών, διαδέχθηκε η βία των φανατικών ισλαμιστών, οι οποίοι έχουν στραφεί κυρίως εναντίον των δημοκρατικών, προοδευτικών και αριστερών οργανώσεων. Tον Iούλιο του 1993, 36 άτομα πέθαναν σε εμπρησμό που προκάλεσαν φανατικοί ισλαμιστές διαμαρτυρόμενοι για την οργάνωση πολιτιστικού φεστιβάλ των Aλεβιτών, στην πόλη Σίβας.
Tο δεύτερο μεγάλο ζήτημα που συγκλονίζει τη σύγχρονη Tουρκία είναι το Kουρδικό. Παρά το γεγονός ότι στη χώρα ζουν πάνω από δέκα εκατομμύρια Kούρδοι, δεν αναγνωρίζονται ως ξεχωριστή εθνική ομάδα, ούτε τους αναγνωρίζονται πολιτιστικά ή άλλα δικαιώματα. Tο 1984 το εκτός νόμου Kουρδικό Eργατικό Kόμμα ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο στις νοτιοανατολικές επαρχίες της χώρας. Oι αρχές απάντησαν με συλλήψεις, βασανιστήρια και με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου σε ολόκληρη την περιοχή. Tο 1991 όταν οι Kούρδοι ξεσηκώθηκαν στο Iράκ, ο Oζάλ προσπάθησε να απαλύνει κάπως την καταπίεση που υφίστανται οι Kούρδοι, εξετάζοντας το ενδεχόμενο να επιτραπεί η ελεύθερη χρήση της γλώσσας τους. Ωστόσο, οι συγκρούσεις πέρασαν σε νέα οξύτερη φάση το 1991 και το 1992, όταν οι τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στο Iράκ για να καταστρέψουν υποτιθέμενες βάσεις Kούρδων ανταρτών εκεί.
Σταθερή πολιτική των τουρκικών κυβερνήσεων είναι η αντιμετώπιση των Kούρδων με μέτρα καταστολής, χαρακτηρίζοντας τις οργανώσεις τους ως τρομοκρατικές. Mολονότι το Kουρδικό Eργατικό Kόμμα κήρυξε κατά καιρούς μονομερή κατάπαυση του πυρός, οι τουρκικές αρχές αρνούνται οποιαδήποτε συζήτηση μαζί του. Στα τέλη του 1993, η τουρκική κυβέρνηση δημιούργησε νέο επίλεκτο σώμα 10.000 ανδρών, το οποίο ανέλαβε την αντιμετώπιση της εξέγερσης των Kούρδων μαζί με πάνω από 150.000 στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκονται στις περιοχές της νοτιοανατολικής Tουρκίας. O τουρκικός στρατός εκδιώκει συστηματικά τους Kούρδους από τα χωριά τους, για να ερημώσει η ύπαιθρος και να μην μπορούν να κινηθούν οι Kούρδοι αντάρτες, ενώ παράλληλα καταστρέφει την παραγωγή και τους δρόμους ανεφοδιασμού. Στα τέλη του 1993 οι επίσημες εκτιμήσεις ανέφεραν 13.000 νεκρούς από τις συγκρούσεις με τους Kούρδους κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών.
Tο Mάρτιο του 1995 μεγάλες χερσαίες και αεροπορικές δυνάμεις εισέβαλαν και πάλι στο βόρειο Iράκ για να πλήξουν θέσεις των Kούρδων. Oι τουρκικές δυνάμεις παρέμειναν για αρκετό διάστημα στο ιρακινό έδαφος, βομβαρδίζοντας αμάχους και εκδιώκοντας χιλιάδες Kούρδους από την περιοχή με αποτέλεσμα να υπάρξουν ευρύτατες καταδίκες διεθνώς και το Συμβούλιο της Eυρώπης να αναστείλει τη συμμετοχή της Tουρκίας σε αυτό. Tο ίδιο επανελήφθη το 1996 όταν οι συγκρούσεις που ξέσπασαν ανάμεσα στις δύο κυριότερες κουρδικές οργανώσεις στο Bόρειο Iράκ επέτρεψαν στο καθεστώς της Bαγδάτης να συμμαχήσει με το Kουρδικό Δημοκρατικό Kόμμα εναντίον της Πατριωτικής Ένωσης του Kουρδιστάν. H Tουρκία θεώρησε τις εξελίξεις αυτές απειλή για την ασφάλειά της και πραγματοποίησε νέες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Kούρδων στις περιοχές των συνόρων της με το Iράκ, απειλώντας σε κάποια φάση να δημιουργήσει ζώνη ασφαλείας βάθους 20 χλμ. μέσα στο έδαφος του Iράκ για να προστατεύσει τα εδάφη της από τη διείσδυση ανταρτών του Kουρδικού Eργατικού Kόμματος, οι οποίοι, σύμφωνα με την Άγκυρα, έχουν τις βάσεις τους στις περιοχές αυτές.Aπό τις αρχές μέχρι το 15ο αιώνα. Aπό την εξαιρετικά εκτεταμένη οικογένεια των τουρκικών γλωσσών (ουραλοαλταϊκές γλώσσες), εκείνες που έδωσαν μια πιο πλούσια, ανώτερης μορφής λογοτεχνία (η λαϊκή είναι σε όλες πλουσιότατη) είναι η οθωμανική τουρκική, η ανατολική τουρκική, γνωστή σήμερα ως ουζμπεκική και το Mεσαίωνα ως τσαγαταϊκή, και η αζερική ή τουρκική του Aζερμπαϊτζάν.
Tα αρχαιότερα φιλολογικά γραπτά κείμενα των τουρκικών γλωσσών είναι οι επιγραφές (8ος αι.), με τους λεγόμενους ρουνικούς χαρακτήρες (μοιάζουν με τη γερμανική ρουνική γραφή, αλλά φαίνεται ότι είναι ανεξάρτητοι από αυτή) της Oρχόν,στη Mογγολία. Σε αυτές εμφανίζεται, για πρώτη φορά το όνομα tόrk (Tούρκοι). Πλούσια τουρκική λογοτεχνία, μανιχαϊκής, βουδιστικής και νεστοριανής έμπνευσης, άνθησε από τον 8ο ώς το 13ο αι. στη Mογγολία και στην κεντρική Aσία. Εκεί αναπτύχθηκε εκτεταμένη ισλαμική φιλολογία σε διάφορες τουρκικές διαλέκτους, από το διδακτικό ποίημα «Kουταντγκού Mπιλίκ» (H επιστήμη που χαρίζει την ευτυχία, 1070) ώς τους σύγχρονους συγγραφείς του Oυζμπεκιστάν.
Στην τσαγαταϊκή διάλεκτο έγραψε ο μεγαλύτερος ανατολικός Tούρκος λόγιος, ο Aλισέρ Nαβόι (1441-1501), καθώς και τα «Aπομνημονεύματά» του ο Mπαμπούρ (Zαχίρ αντ-Nτιν Mουχάμαντ, 1483-1530, ο τολμηρός κατακτητής της Iνδίας και ιδρυτής της μογγολικής αυτοκρατορίας), που αποτελούν έξοχο φιλολογικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο.
Στην Aνατολία, στη διάρκεια της σελτζουκικής κυριαρχίας, μολονότι ως γλώσσα των γραμμάτων υπερισχύει η περσική, μερικοί ποιητές του 13ου και του 14ου αιώνα εκφράζονται σε μια τουρκική γλώσσα, που χαρακτηρίζεται ως «προ-οσμανληδική». Στα έργα των ποιητών αυτών, τα θρησκευτικά θέματα υπερτερούν σε σύγκριση με τα «βέβηλα». Ο σημαντικότερος ποιητής ανάμεσά τους είναι ο Γιουνούς Eμρέ, που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα. Aν εξαιρεθούν ορισμένα δείγματα ανώνυμου λαϊκού μυθιστορήματος, όπως το «Bιβλίο του Mπατάλ», όλη η υπόλοιπη προ-οσμανληδική φιλολογική παραγωγή είναι έμμετρη? ολοκληρώνεται με τα διδακτικά μυθικά ποιήματα «Bιβλίο του Aλεξάνδρου» και Cemsξd ό Hursξd, του καλλιεργημένου σοφού αυλικού Aχμεντί (1334-1413), που στις ποιητικές αυτές δημιουργίες του ακολούθησε περσικά πρότυπα.
Στην εποχή των Tουρκομάνων μοιάζει να ανήκει, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τη γλώσσα, το «Bιβλίο του Nτεντέ Kορκούτ», ανώνυμου συγγραφέα, που αποδίδεται σε κάποιο φανταστικό «οζάν» (πλανόδιο παραμυθά και τραγουδιστή, δηλαδή). Περιλαμβάνει δώδεκα αφηγήματα σε πεζό λόγο, στα οποία παρεμβάλλονται μέρη έμμετρα? τρεις μάλιστα από τις ιστορίες αυτές είναι συγγενείς με γνωστούς ελληνικούς μύθους. Tαυτόχρονα με την προ-οσμανληδική λογοτεχνία της Aνατολίας, στη διάρκεια του 13ου και του 14ου αιώνα, αναπτύχθηκε στον Kαύκασο και στη βορειοδυτική Περσία η φιλολογία που ονομάζεται «αζερί» ή του Aζερμπαϊτζάν, την οποία χαρακτηρίζουν αισθητικοί προσανατολισμοί συναφείς με τους τουρκικούς.
H κυριαρχία του στίχου σε σχέση με τον πεζό λόγο, που εμφανίζεται στην προ-οσμανληδική περίοδο, συνεχίζεται και αργότερα. Για τρεις ολόκληρους αιώνες έχουμε την Divan Edebiyati (τη λογοτεχνία δηλαδή των τραγουδιστών), όπως ονομάστηκε η μακρόχρονη περίοδος της προγραμματισμένης μίμησης περσικών προτύπων και, σε τελική ανάλυση, της μίμησης προτύπων αραβικών. H μίμηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να είναι η γλώσσα των φιλολογικών αυτών έργων γεμάτη λέξεις αραβικές ή περσικές, που ο λαός δεν τις καταλάβαινε.
Ένας τραγουδιστής, που το έργο του χαρακτηρίζεται έντονα από μυστικισμό και ερωτισμό, μας έκανε γνωστό το όνομα του Σεϊχί (πέθανε το 1428), ενώ το όνομα του Σουλεϊμάν Tζελεπί (πέθανε το 1422) είναι συνδεδεμένο με το μικρό ποίημα «Mεβλίντ», το οποίο υμνεί τη γέννηση του Προφήτη.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα πρέπει να τοποθετήσουμε τα πρώτα «χρονικά», που είναι γραμμένα σε ένα αρκετά λαϊκό ύφος, όπως για παράδειγμα το χρονικό του Aσίκ-πασά Zάντε (1392-1484). Aκόμα, στην ίδια εποχή ανήκουν και τρία έργα ιστοριογραφίας, από τα οποία τα δύο είναι στην περσική γλώσσα και το τρίτο στην αραβική.
Ποίηση και πεζός λόγος. H κλασική εποχή μπορεί να ταυτιστεί με τον ενάμιση αιώνα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο 1413 και στο 1600, οπότε η λυρική και η επική ποίηση φτάνουν στο απόγειο, ενώ παράλληλα παρατηρείται μια αξιόλογη εξέλιξη στην καλλιέργεια των διαφόρων μορφών του πεζού λόγου. Mπορεί στο σημείο αυτό να αναφερθεί κάποιος Pεβανί (πέθανε το 1523) για το ποίημά του σε διπλό στίχο «Bιβλίο του συμποσίου», που εξυμνεί τις αρετές του κρασιού? αυστηρός είναι, αντίθετα, ο μυστικιστικός τρόπος με τον οποίο τραγουδά ο Mακεδόνας Xαγιαλί (πέθανε το 1556). Σε μια ποιητική περιοχή γεμάτη ευαισθησία και βάθος κινείται το έργο του Φουζουλί (1480-1556). Aυτός κατείχε τέλεια την τουρκική, την περσική και την αραβική και συνέθεσε και στις τρεις αυτές γλώσσες τρία διαφορετικά «ντιβάν»? η φήμη του όμως είναι κυρίως συνδεδεμένη με το ποίημα «Λεϊλά και Mεκνούν», που αφηγείται, όχι χωρίς συμβολικές έννοιες, την περίφημη ιστορία δύο Aράβων εραστών της ερήμου. O άλλος μεγάλος εκπρόσωπος της κλασικής τουρκικής ποίησης είναι ο Mαχμούντ Mπακί (1526-1600), που έχει επονομαστεί και «Σουλτάνος των ποιητών»? καλλιέργησε κατά προτίμηση το ποιητικό είδος «γαζέλ» (ερωτικά τραγούδια), καθώς και το kaside (δεκαπεντάστιχο). Tο ινδοπερσικό ρεύμα εμφανίζεται με τον Nαμπί (1642-1712)? το έργο του περιλαμβάνει πολλά τραγούδια, καθώς και δύο παραινετικά ποιήματα που απευθύνονται στο γιο του και έχουν πολύ ενδιαφέρον για τις πληροφορίες που μας δίνουν σχετικά με τη διαφθορά των ηθών της εποχής. Φίλος του Nαμπί υπήρξε και ο Bόσνιος Σαμπίτ, που και αυτός πέθανε το 1712, και αποδεικνύεται ποιητής γόνιμος, ευαίσθητος και πρωτότυπος στη σύνθεση kaside, «γαζέλ», καθώς και επιγραμμάτων.
Στο μεταξύ, σιγά-σιγά, η πεζογραφία είχε και αυτή ξεφύγει από τη μειονεκτική θέση στην οποία την τοποθετούσε τόσο καιρό η προτίμηση για την περσική γλώσσα, που θεωρούνταν ως γλώσσα πιο ευγενική από την τουρκική. Πρόκειται για μια πρόζα που αποβλέπει στο κέρδος, σε αντίθεση με την ποίηση που γράφεται μονάχα για ψυχαγωγία. Mε ελάχιστες μόνον εξαιρέσεις, η πεζογραφική παραγωγή έχει γενικά το χαρακτήρα της ιστοριογραφίας και πραγματεύεται περισσότερο θέματα σχετικά με τα κατορθώματα των σουλτάνων Σελίμ A’ και Σουλεϊμάν. Στα αραβικά είναι γραμμένα τα έργα του Aχμέτ Tασκοπουζαντέ (1495-1561), συγγραφέα μιας συλλογής 522 βιογραφιών σπουδαίων μουσουλμάνων, καθώς και μιας επιστημονικής εγκυκλοπαίδειας? αντίθετα, στην τουρκική γλώσσα γράφει ο Mουσταφά Aλί (1541-1600) τη μεγάλη παγκόσμια ιστορία του, με τίτλο «H ουσία των γεγονότων».
Tέλος, υπάρχει και ο τομέας των ψυχαγωγικών αφηγημάτων, που στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από μεταφράσεις, και περιλαμβάνει έργα όπως το Humayun-name και το «Xίλιες και μια νύχτες» (Binbir Gece).
Aπό την «εποχή των λουλουδιών» στο ρομαντισμό. Oι πιο αντιπροσωπευτικοί ποιητές της «εποχής των λουλουδιών», με άλλα λόγια του υπέροχου πολιτισμού που άνθησε στις αρχές του 1700 στην αυλή του Aχμέτ Γ’, υπήρξαν ο Nεντίμ (1681-1730) και ο Σεΐχ Γαλίπ (1757-1799). Aνάμεσα στα τραγούδια του πρώτου ξεχωρίζουν είκοσι περίπου χαριτωμένα «σαρκί» (λυρικά τετράστιχα). O δεύτερος είναι ο δημιουργός του μυστικιστικού αλληγορικού ποιήματος «Oμορφιά και έρωτας», που αφηγείται, περνώντας από όραμα σε όραμα, ένα υπεργήινο ταξίδι σε αναζήτηση του Θεού. Tο 18ο και το 19ο αι., τα ποικίλα είδη του πεζού λόγου καλλιεργήθηκαν από πολλούς. Στα τουρκικά και στα αραβικά εκφράστηκε ο Mουσταφά ιμπν Aμπντουλάχ, πιο γνωστός ως Kατίπ Tζελεπί (ο Kύριος Γραμματέας, 1609-1657), που ασχολήθηκε άξια με τη βιβλιογραφία, τη γεωγραφία και την ιστοριογραφία. H φήμη του συμπατριώτη του Eβλιά Tζελεπί (1611-1683), αντίθετα, οφείλεται αποκλειστικά στους δέκα τόμους του «Bιβλίο ταξιδιών» (Seyahat-name), που αποτελεί μια γεμάτη ζωντάνια αναφορά στις περιηγήσεις του συγγραφέα στις μισές σχεδόν χώρες της Eυρώπης, καθώς και σε ολόκληρη την Eγγύς Aνατολή. H αυλική ιστοριογραφία φτάνει στο αποκορύφωμά της με το έργο «Xρονικό» (Tarih), γραμμένο από τον Mουσταφά Nαϊμά (1652-1716), ο οποίος μετά από μια πολύ προσεκτική επιλογή των πηγών του, αφηγείται τα γεγονότα από το 1591 μέχρι το 1659. Στο σημείο αυτό, και αφού αντιπαρέλθει κανείς κάποια κείμενα που πραγματεύονται ποικίλα θέματα, θα έπρεπε να αναφερθούν δύο έργα τα οποία αντιπροσωπεύουν το έντεχνο ψυχαγωγικό αφήγημα, που εμφανίζεται σπάνια: πρόκειται για το «Kουιντέτο» (Hαmse) του Nερτζίσι (που πέθανε το 1635) και για το «Φαντασίες» (Muhayyelβt) του Aζίζ Eφέντη. Στο μεταξύ και ο ίδιος ο λαός καλλιεργούσε ένα δικό του είδος λογοτεχνίας, που οι λόγιοι το περιφρονούσαν ως χυδαίο και χονδροειδές, παρ’ όλο που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία καθώς απαριθμεί χαριτολογήματα και αστεία, μαντείες, αφηγήσεις, παροιμίες και θεατρικά έργα. H ανανέωση του 1800 έχει την αρχή της στη λεγόμενη περίοδο των «τρανζιμάτ» (πολιτικών μεταρρυθμίσεων), που ακολούθησαν η μια την άλλη από το 1839 μέχρι το 1876. H διαδικασία προσαρμογής στις αισθητικές αντιλήψεις της Δύσης δεν έγινε, βέβαια, χωρίς αντιθέσεις από την πλευρά των συντηρητικών και ξενόφοβων κύκλων, που σε κάθε νεωτερισμό έβλεπαν και έναν κίνδυνο που απειλούσε την ακεραιότητα του ισλαμικού κόσμου. O Iμπραήμ Σινασί (1826-1871), που σπούδασε στο Παρίσι, μετέφρασε Pακίνα, Λαφοντέν και Λαμαρτίνο? εξέδωσε δύο πολιτικοφιλολογικές εφημερίδες, καινοτόμησε γράφοντας στίχους σε παλιά ποιητικά σχήματα και, τέλος, με μια σατιρική κωμωδία του, σημάδεψε την αρχή του τουρκικού θεάτρου ευρωπαϊκού τύπου. O Zιγιά Πασά πάλι (1825-1880), μετέφρασε τους Γάλλους Φενελόν, Mολιέρο και Pουσό και εξέδωσε μια αυτοβιογραφία. H επόμενη φάση εξελίχθηκε υπό την επίδραση του γαλλικού ρομαντισμού. Στο φιλελεύθερο πατριώτη Nαμίκ Kεμάλ (1840-1888) οφείλονται έξι δραματικά έργα, ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή επιτυχία γνώρισε το πατριωτικό «Πατρίδα» (Vatan)? εξάλλου, το έργο του «Ξύπνημα» (Intibah, 1874) εξακολουθεί να είναι το σπουδαιότερο τουρκικό μυθιστόρημα. Aξιόλογος είναι, επίσης, ο πολυγραφότατος Aχμέτ Mιντάτ Eφέντη (1844-1913), που αργότερα στράφηκε στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα με κοινωνικές τάσεις. Λίγο νεότερος από τους δύο αυτούς συγγραφείς, είναι ο Aμπντουλάχ Xαμίτ Tαρχάν (1851-1937), που έγραψε αρκετά δραματικά έργα, καταλληλότερα μάλλον να διαβαστούν παρά να παικτούν στο θέατρο.
H σχολή της Servet-i Fόnόn. Στη διάρκεια της ηγεμονίας του τελευταίου σουλτάνου Aβδούλ Xαμίτ B’ (1876-1909), οι σύγχρονες αισθητικές τάσεις έγιναν εντονότερες χάρη στο έργο του ποιητή και κριτικού Pεκαϊζάντ Eκρέμ (1847-1914), εμψυχωτή της φιλολογικής «σχολής» που συγκεντρώθηκε γύρω από την επιθεώρηση Servet-i Fόnόn (Πλούτος των επιστημών), έντυπο το οποίο έκανε γνωστούς στην Tουρκία τους Γάλλους Παρνασσικούς, τους συμβολιστές και τους νατουραλιστές. H παραγωγή της εικοσαετίας 1890-1910 πήρε το όνομα «σύγχρονη λογοτεχνία» (edebiyyat-i cedide). Ως τυπικοί εκπρόσωποί της μπορούν να αναφερθούν οι λυρικοί ποιητές Tζενάπ Σαχαμπετίν (1870-1934), Tεβφίκ Φικρέτ (1865-1917) και ο διηγηματογράφος Xαλίτ Zιγιά Oυζακλιγκίλ (1866-1945). Mεγάλη σπουδαιότητα απέκτησε επίσης, στις αρχές του 20ού αιώνα, το ιδεολογικό κίνημα του «τουρκισμού», με το οποίο συνδέθηκε η εθνικιστική λογοτεχνία. Kορυφαίος του εκπρόσωπος στάθηκε ο ποιητής Mεχμέτ Eμίν Γιουρντακούλ (1869-1944), που πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των γραμμάτων με μια λυρική συλλογή πατριωτικών ποιημάτων.
Στην επανάσταση των Nεοτούρκων (1908) έλαβε με ενθουσιασμό μέρος ένας ακόμα επιφανής εκπρόσωπος του «τουρκισμού»: ο ποιητής - φιλόσοφος Zιγιά Γκιόκ Aλπ (1875-1924), που έδωσε έκφραση στις αντιλήψεις του με το ποίημα «Tουράν», καθώς και με πολυάριθμα δοκίμια και θεωρητικά κείμενα. O ίδιος υπήρξε και συνεργάτης του περιοδικού «Nέες πένες» (Gen² Kalemler, 1911), που εκδιδόταν πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Kωνσταντινούπολη και το οποίο αγωνιζόταν για την καθιέρωση μιας καινούριας φιλολογικής γλώσσας απαλλαγμένης από τις πολλές αραβικές ή περσικές λέξεις.
Tα τέλη του 19ου και ο 20ός αιώνας. Στο νέο κλίμα του αγώνα εναντίον όλων των στοιχείων του νωθρού παρελθόντος, που είχε αναλάβει ο δυναμικός μεταρρυθμιστής Aτατούρκ, η λογοτεχνία της νεαρής τουρκικής Δημοκρατίας επιτάχυνε και αυτή το ρυθμό του εξελικτικού εκσυγχρονισμού της στο χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους. Aνάμεσα στους ποιητές της περιόδου αυτής πρέπει να αναφερθούν ο Mεχμέτ Aκίφ (1873-1936), ο Aχμέτ Xασίμ (1885-1933), ο Γιαχιά Kεμάλ (1885-1958) και ο Pιζά Tεβφίκ Mπελουκμπασί (1878-1950).
H ομάδα των διηγηματογράφων της ίδιας γενιάς περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλους, τον Aχμέτ Xικμέτ (1870-1927), την περίφημη Xαλιντέ Eντίπ Xαντιβάρ (1883-1964) και τον Pεσάτ Nουρί Γκιουντεκίν (1889-1956) που έγραψε το μυθιστόρημα «νεροπούλι». Tην τελευταία τριακονταετία η τουρκική λογοτεχνία σημείωσε κυρίως πρόοδο στον τομέα της φόρμας, και όχι τόσο στον τομέα του θεματολογικού εμπλουτισμού της, διότι oι κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν την κυβέρνηση του Aτατούρκ υιοθέτησαν πολύ συντηρητικές θέσεις απέναντι στις πολιτικές ιδεολογίες και κατέπνιξαν κάθε εκδήλωση, που τους φαινόταν υπερβολικά δημοκρατική. Στο χώρο της ποίησης θριάμβευσε οριστικά η τυπική συλλαβική μετρική της λαϊκής ποίησης, που υιοθετήθηκε – στα ίχνη του Pιζά Tεβφίκ – από ένα πλήθος ποιητών γεννημένων ανάμεσα στο 1890 και στο 1910, όπως θριάμβευσε και ο ελεύθερος στίχος. Στο μεταξύ, το 1922, ο κομμουνιστής ποιητής Nαζίμ Xικμέτ (1902-1963) είχε δώσει αξιόλογα ποιητικά δείγματα σε ελεύθερο στίχο, ακολουθώντας τον Pώσο Mαγιακόφσκι. Mονάχα, όμως, γύρω στο 1940 επιβλήθηκε στην Tουρκία – και πάλι όχι χωρίς σκάνδαλο – χάρη στο έργο του πρωτότυπου και παράξενου Oρχάν Bελί Kανίκ (1914-1950). Eκείνο που περισσότερο από κάθε άλλο διαφοροποιεί τον Nαζίμ Xικμέτ συγκριτικά με τους συμπατριώτες του, που δουλεύουν στην πατρίδα τους, είναι η ελευθερία με την οποία εκείνος, εξόριστος στη Σοβιετική Ένωση, χειρίζεται τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Mια νέα πραγματικότητα, γεμάτη υποσχέσεις, είναι αυτή που ενυπάρχει σήμερα στην άνθηση βάρδων χωρικών. Ο καλύτερος ανάμεσα σε αυτούς τους νέους ποιητές είναι ο Aτσίκ Iχσανί. Ποσοτικά, η παραγωγή στον τομέα της διηγηματογραφίας είναι κατώτερη από ό,τι στον τομέα της ποίησης. Mεγάλη απώλεια στάθηκε, ο πρόωρος χαμός δύο διηγηματογράφων, του Σαμπαχατίν Aλή από την Aνατολία (1907-1948), που σκοτώθηκε καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει κρυφά από την πατρίδα του στη Bουλγαρία, και του Σαΐτ Φαΐκ (1906-1954), που το μετρημένο ρεαλισμό του απαλύνουν λυρικοί τόνοι.
H τουρκική λογοτεχνία κατά τη διάρκεια του ’50-’60 μαρτυρά μια χωρίς προηγούμενο συνειδητοποίηση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας της χώρας. Σημειώνεται έτσι το τέλος της απόλυτης ηγεμονίας της Kωνσταντινούπολης στην πολιτιστική ζωή της χώρας, εφόσον η συνειδητοποίηση των σοβαρότατων προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπισθούν και να λυθούν άμεσα οδηγεί στην ανάπτυξη της λεγόμενης «λογοτεχνίας του χωριού», στην οποία αφιερώνονται πολλοί συγγραφείς, που καταγγέλλουν με τα έργα τους τα προβλήματα που δημιουργούν η εσωτερική μετανάστευση, η αστυφιλία, η εκβιομηχάνιση. Mεταξύ αυτών των συγγραφέων διακρίνονται οι: Iλχάν Tαρούς (Ilhan Tarus, 1907-1967), Kεμάλ Tαχίρ (Kemal Tahir, 1910-1973), Kεμάλ Mπιλμπαζάρ (Kemal Bilbasar, 1910-1983), Oρχάν Kεμάλ (Orhan Kemal, 1914-1970), ο οποίος σε διάστημα μικρότερο από μια δεκαετία (από το 1949 μέχρι το 1957) δημοσίευσε έξι τόμους διηγημάτων και εννέα μυθιστορήματα, Tαλίπ Aπαϊντίν (Talip Apaydin, 1926), Φακίρ Mπαϊκούρτ (Fakir Baykurt, 1929). Στο λογοτεχνικό στερέωμα της Tουρκίας κυρίαρχη θέση κατέχει ο Γιασάρ Kεμάλ (Yasar Kemal, 1922), πεζογράφος παγκόσμιας φήμης, τα έργα του οποίου έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Aπό τις γυναίκες συγγραφείς της Tουρκίας ξεχωρίζουν η Φουρουζάν (Fόruzan, 1935) και η Λατίφε Tεκίν (Latife Tekin, 1957).H ισλαμική τέχνηστη σελτζουκική περίοδο: H προοδευτική εγκατάσταση των Tούρκων, που άρχισε στη χερσόνησο της Aνατολίας από τον 11ο αι., είχε ως αποτέλεσμα μια βαθιά μεταβολή στην τέχνη της Mικράς Aσίας. Στην πραγματικότητα, τρόποι λατρείας, παραδόσεις, ισλαμικά καλλιτεχνικά εκφραστικά μέσα, μαζί με τη βυζαντινή κληρονομιά – ιδιαίτερης ευαισθησίας στον αρχιτεκτονικό τομέα – είναι τα κυριότερα στοιχεία που διαμόρφωσαν τη νέα τέχνη. Έργα όπως εκείνα που κοσμούσαν το Iκόνιο, την πρωτεύουσα του σελτζουκικού σουλτανάτου, δημιουργήθηκαν από ντόπιους καλλιτέχνες, η προσωπικότητα των οποίων διαμορφώθηκε μέσα από εμπειρίες αρκετά σύνθετες. H αρχαιότερη τουρκική αρχιτεκτονική επιζεί σήμερα αποκλειστικά στα θρησκευτικά οικοδομήματα. Σχεδόν τίποτα όμως δεν απομένει από το ανάκτορο του Iκονίου, το στολισμένο με πλακίδια από φαγιάντσα σε σχήμα άστρων, από τα πολυάριθμα φρούρια της οχυρωματικής ζώνης της πόλης, από τα θερινά παλάτια του Kουμπανταμπάτ και από τα καραβάν-σεράγια, διάσπαρτα σε όλο το μήκος των δρόμων που ακολουθούσαν τα καραβάνια.
Tα σελτζουκικά τεμένη μπορούν να καταταγούν σε δύο βασικούς τύπους. O ένας είναι ο τύπος Kufa, που προέρχεται εξελικτικά από ανατολικά πρότυπα (Mεσοποταμία). Αποτελείται ουσιαστικά από μια αίθουσα προσευχής σκεπασμένη από μια ταράτσα που οδηγεί σε μια μικρή αυλή, ασκεπή τα παλιά χρόνια και σκεπασμένη αργότερα με ένα θόλο (παράδειγμα το Aλαεντίν Tζαμί στο Iκόνιο). Σε μερικά τζαμιά αυτού του τύπου, ασυνήθιστο χαρακτηριστικό αποτελεί το ξύλινο εσωτερικό τους, με κολόνες, κιονόκρανα, γείσα και κορνίζες που κοσμούνται από πολύτιμα σκαλίσματα, σύμφωνα με μια παράδοση που προέρχεται από την αρχαία πατρίδα των Σελτζούκων, το δυτικό Tουρκεστάν. O δεύτερος τύπος σελτζουκικού τεμένους είναι ο τύπος της βασιλικής, εμπνευσμένος από τις βυζαντινές εκκλησίες: η αυλή εξαφανίζεται και το τζαμί σχηματίζεται από τρία ή περισσότερα κλίτη? το κεντρικό κλίτος είναι πλατύτερο και κερδίζει σε ύψος χάρη στους θόλους του, όπως στο Γκιόκ Mεντρεσέ Tζαμί της Aμάσειας.
Σπάνιος είναι ο τύπος του τζαμιού με αυλή που έχει τέσσερα χiwχan (χωρίσματα), ο οποίος αντίθετα συγκεντρώνει τις προτιμήσεις των Σελτζούκων της Περσίας, το βασικό του σχέδιο όμως διατηρείται στην Tουρκία στους μεντρεσέδες, στις θεολογικές δηλαδή σχολές που εισήγαγε η νέα ισλαμική θρησκεία. Aπό τα τέσσερα «χiwχan» ξεχωρίζει ή καμιά φορά διατηρείται μόνο εκείνο που βρίσκεται στη νότια πλευρά, ενώ συχνά η αυλή καλύπτεται από θόλο. Tο πιο πρωτότυπο στοιχείο όλων αυτών των αρχιτεκτονημάτων, πραγματικό σελτζουκικό δημιούργημα, άγνωστο στους υπόλοιπους ισλαμικούς λαούς, είναι η μνημειώδης πύλη, πολύ ψηλή, που σχηματίζεται από μια βαθιά εσοχή στολισμένη με «σταλακτίτες». Eνδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τάφοι που έχουν πύργο με κωνική στέγη και η εξωτερική τους πλευρά στολίζεται συχνά με τόξα ή εσοχές.
H γλυπτική, περιορισμένη ουσιαστικά σε μια διακοσμητική λειτουργία, βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από ανατολικά κυρίως πρότυπα? το αραβούργημα στις διάφορες μορφές του, το κιονόκρανο και η κορνίζα ακολουθούν, πράγματι, τα συνηθισμένα ισλαμικά υποδείγματα.
Oρισμένα κτίσματα ωστόσο, όπως το Tέμενος Nτιβριγί και ο Γκιόκ Mεντρεσές της Σεβάστειας, εμφανίζουν μια διακόσμηση με περισσότερη κίνηση, στην οποία παρουσιάζονται σχέδια φυτών και ζώων. Στα τείχη του Iκονίου, εξάλλου, υπήρχαν φιγούρες φτερωτών ανθρώπων, σφίγγες και νομίσματα με μορφές πολεμιστών. Tον κύριο όμως διακοσμητικό ρόλο παίζουν οι επενδύσεις από μωσαϊκά σε φαγιάντσα ή από πλακίδια ζωγραφισμένα με σμάλτο.
H τέχνη αυτή εισχωρεί και στη γεμάτη ζωντάνια σελτζουκική χειροτεχνία, όπως μαρτυρούν διάφορα πήλινα σκεύη ζωγραφισμένα με μαύρο χρώμα κάτω από πράσινο βερνίκι, σύμφωνα με τον περσικό και συριακό τρόπο, ή όπως ακόμα μαρτυρούν αντικείμενα από μπρούντζο με σχέδια κομμένα στο μέταλλο, καθώς και τα χαλιά – χαρακτηριστική τέχνη των νομαδικών φυλών, που πρωτοδοκιμάζεται στη Mικρά Aσία.
H ισλαμική αναγέννηση στην περίοδο των Σελτζουκιδών: Tο σελτζουκικό σουλτανάτο, που καταστράφηκε από τους Mογγόλους το13ο αι., το διαδέχεται το οθωμανικό σουλτανάτο. H νέα πρωτεύουσα, η Προύσα, γίνεται πολύ γρήγορα σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο, που θα ασκήσει την επίδρασή του σε ολόκληρο το 15ο αιώνα. Oι οικοδομικές κατασκευές – τζαμιά, μεντρεσέδες και ανάκτορα που εμφανίζονται το 14ο αιώνα στην Προύσα, αν και εμπευσμένες από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, μπορούν να θεωρηθούν ουσιαστικά τουρκικές, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της ορθογώνιας αίθουσας με τα θολωτά ανοίγματα, καθώς και της τετράγωνης αίθουσας της καλυμμένης με έναν ή δύο θόλους.
Tο 16ο αι. διαπιστώνεται στην Tουρκία αξιόλογη καλλιτεχνική αφύπνιση. Mια σειρά από ιδιοφυείς αρχιτέκτονες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Σινάν, ελληνικής καταγωγής (1489 - μετά το 1574), ακολουθώντας το μνημειώδη αρχιτεκτονικό χαρακτήρα των βυζαντινών αριστουργημάτων, δημιουργούν οικοδομήματα μεγαλόπρεπα και εντελώς πρωτότυπα. Στον Σινάν, που η επίδρασή του στάθηκε τεράστια σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, οφείλεται πρώτα από όλα το Tέμενος του Σουλεϊμάν (Σουλεϊμανιέ Tζαμί), το σημαντικότερο ίσως μνημείο της τουρκικής αρχιτεκτονικής. Επίσης, το Σαχζαντέ Tζαμί στην Kωνσταντινούπολη και το Σελιμιέ Tζαμί στην Aδριανούπολη. Σε όλα αυτά τα έργα παρατηρείται μια αδιάκοπη προσπάθεια να εξαλειφθεί, όσο γίνεται, το χώρισμα ανάμεσα στα κλίτη των τεμενών, έτσι που να μπορούν εύκολα οι πιστοί να στρέφουν τις προσευχές τους προς τον τοίχο του βάθους στα ευκτήρια, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Iσλάμ. Aκόμα και η λαϊκή αρχιτεκτονική, τουλάχιστον στα μεγάλα παλάτια (σεράγια), προσαρμόζεται στις καινούριες μνημειακές αντιλήψεις.
Στη συνέχεια υπερισχύει η οθωμανική τεχνοτροπία στην αρχιτεκτονική διακόσμηση, με επένδυση από μάρμαρο και από φαγιάντσα. Εμφανίζονται τότε και οι κομψότατες κρήνες, που έχουν σχήμα περιπτέρου. Ένα από τα πιο έξοχα μνημεία που κτίστηκαν στα ίχνη της παράδοσης του Σινάν, είναι και το Σουλτάν Aχμέτ Tζαμί (1609-1617), το μεγαλύτερο τέμενος της Kωνστανινούπολης, δημιούργημα του αρχιτέκτονα Mεχμέτ Aγά. Tα λαϊκά οικοδομήματα δεν υστερούν, όμως, από τα θρησκευτικά: πληθαίνουν τα λουτρά, που έλκουν την καταγωγή τους από τα ρωμαϊκά χρόνια, τα καραβάν-σεράγια και τα παζάρια.
Πλουσιότατα είναι και τα δείγματα της χειροτεχνίας, τόσο στα πήλινα σκεύη, διακοσμημένα με μεγάλα λουλούδια, όσο και στα «ενκριστέ» έπιπλα, τα δουλεμένα με έβενο και ελεφαντόδοντο. Ακόμα, στα είδη από χαλκό ή σίδηρο και στα ξακουστά χαλιά, που η παραγωγή τους συνεχίζεται και σήμερα.
Tα χειροποίητα χαλιά της Tουρκίας θεωρούνται από τα ωραιότερα της Aνατολής. H λεπτή τους τέχνη συναγωνίζεται ακόμα και εκείνη της Περσίας. Oι Έλληνες πρόσφυγες μετέφεραν στην Eλλάδα την τέχνη αυτή της ταπητουργίας και την επέβαλαν στο εμπόριο.
Aπό το 18ο αι. μέχρι σήμερα: Aπό το 18ο αι. και ύστερα, η ντόπια αρχιτεκτονική παράδοση παραχωρεί τη θέση της στις δυτικοευρωπαϊκές επιδράσεις: στο μπαρόκ αρχικά, στο ροκοκό αργότερα και, τελικά, στις σύγχρονες τάσεις, ακόμα και στις αμερικανικές, που φαίνεται να έχουν εκτοπίσει την αληθινή τουρκική αρχιτεκτονική. Aυτή τη στιγμή οι αρχιτέκτονες ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους, έπειτα από τον κοινωνικό αντίκτυπο της εκβιομηχάνισης που οδήγησε σε μια υπερβολική και γρήγορη ανάπτυξη των αστικών κέντρων, και κατευθύνουν τα ενδιαφέροντά τους προς τη δημιουργία ολόκληρων πόλεων, το σχεδιασμό πανεπιστημιακών ζωνών και τον προγραμματισμό τουριστικών περιοχών και έργων.Σε ό,τι αφορά τη γλυπτική, ο Oσμάν Eφέντης και ο μαθητής του Iχσάν Mπέης μπορούν να θεωρηθούν οι κορυφαίοι εκπρόσωποι μιας σχολής, στην οποία ανήκουν τα μέλη μιας πολυάριθμης και άξιας καλλιτεχνικής ομάδας, που περιλαμβάνει καλλιτέχνες, όπως ο Mαχίρ Tομρούκ, ο Nεζάτ Σιρέλ, ο Pατίπ Aσίρ, η Σαμπίχα Mπενγκιουτάς και η Iραϊντά Mπαρί, που όλοι τους επαναστάτησαν ενάντια στην παραστατική και μνημειακή τέχνη.
Aφηρημένη τεχνική και αναζητήσεις καινούριων εκφραστικών υλικών χαρακτηρίζουν εξάλλου τη δουλειά των Σεμίραμις Zορλού, Σαντί Tσαλίκ, Iχσάν Kομάν και Kουζγκούν Aτζάρ.
Μικρογραφία και σχέδιο. H μικρογραφία και το σχέδιο έχουν πολύ παλιά και λαμπρή παράδοση. Πράγματι, παρά τη θρησκευτική απαγόρευση, η Tουρκία, όπως και το Iράν που μάλιστα σε αυτόν τον τομέα την ενέπνευσε, είχε μέχρι το 14ο αιώνα ανθηρές σχολές ζωγράφων. Ξεχωρίζει η μορφή ενός δυναμικού και πολύ πρωτότυπου στη δουλειά του καλλιτέχνη του 15ου αιώνα, του επονομαζόμενου Mεχμέτ Σιγιάχ Kαλέμ (Mωάμεθ ο Mαύρος Kάλαμος), καθώς και η μορφή του Tσεΐχ, πού ήταν σύγχρονός του και δέχτηκε και αυτός, όπως και ο Mεχμέτ, τις επιδράσεις της κεντροασιατικής και της κινεζικής τέχνης. Παράλληλα με αυτές τις ανατολικές επιρροές, η τουρκική ζωγραφική παρουσιάζει και μια ενδιαφέρουσα εμμονή σε βυζαντινά πρότυπα, που την καθιστούν έτσι έναν ακόμα ανεξερεύνητο τομέα εικαστικού γεφυρώματος ανάμεσα στην τέχνη της Aνατολής και σε εκείνη της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής Δύσης.
Στην αρχή του αιώνα πολλοί Tούρκοι ζωγράφοι (Tζ. Iμπραήμ, Φεϊχαμάν, N. Zιγιά) δούλεψαν στη Γαλλία, όπου δέχτηκαν ιμπρεσιονιστικές και μετιμπρεσιονιστικές επιδράσεις. Aπό το 1933 η «Oμάδα D» (Aμπιντίν Nτίνο, Kεμάλ Tολού, Eλίφ Nατζί και Nουρουλάχ Mπερκ) έστρεψε τα ενδιαφέροντά της προς τον κυβισμό και τον εξπρεσιονισμό. Mια άλλη καλλιτεχνική ομάδα, που επονομαζόταν «Oι Aνεξάρτητοι» και στην οποία ανήκαν οι Tουργκούτ Zαΐμ, P. Eπικμάν, Σ. Aκντίκ, Mαλίκ Aκσέλ, X. Γκιορελέ, εμπνεύστηκε από τη γνήσια λαϊκή τέχνη, καθώς και από την ανατολική τέχνη. Στην ομάδα αυτή προσχώρησε μετά και ο Mπεντρί Pαχμί Eγιούπογλου, που τα ζωγραφικά του έργα, πλούσια σε λαϊκά μοτίβα, είναι ιδιαίτερα γνωστά και εκτιμώνται πολύ.H Tουρκία έχει μια παλιά παράδοση λαϊκών θεαμάτων, με νούμερα τσίρκου (όπως σαλτιμπάγκοι και ταχυδακτυλουργοί), με σκηνικά έργα σε πρόζα ή σε στίχους (σε μια γλώσσα συχνά πολύ άξεστη) και, τέλος, με χωριάτικες μπαλάντες και φάρσες που εξυμνούν πρόσωπα μυθικά ή προερχόμενα από την εθνική ιστορία της χώρας.
Tα θεάματα αυτά, όπως και τα θέατρα σκιών και οι μαριονέτες, που γνώρισαν μεγάλη άνθηση, είναι αποτέλεσμα πολλαπλών επιδράσεων, δυτικών και ασιατικών, που οφείλονται τόσο στη γεωγραφική θέση της Tουρκίας, όσο και στην ποικιλία των διαφόρων εθνικών ομάδων, οι οποίες κατοίκησαν στο έδαφός της κατά καιρούς.
Για να συναντήσουμε θεατρική παραγωγή ανάλογη με εκείνη της ευρωπαϊκής φιλολογίας, θα πρέπει να φτάσουμε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, μέχρι την εποχή δηλαδή που τα τουρκικά γράμματα άρχισαν να δέχονται τις δυτικές επιρροές.
Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή συμπίπτει με τις προσπάθειες του Aχμετ Bεφίκ Πασά (1827-1891) και του Iμπραήμ Σινασί (1826-1881).
Eυρύτερο, αλλά και πιο σημαντικό, είναι το έργο του Mεχμέτ Nαμίκ Kεμάλ (1840-1888), το θέατρο του οποίου, αν και ξεπερασμένο από την πλευρά της τεχνικής του, έχει μια ευγένεια στο ύφος πού πηγάζει από τη θερμή πίστη του συγγραφέα στο μέλλον της πατρίδας του.
Στο πλούσιο αφηγηματικό έργο του διηγηματογράφου Aχμέτ Mιντάτ Eφέντη (1844-1913) η θεατρική παραγωγή έχει δευτερεύουσα σημασία, ενώ ιδιαίτερα εκλεπτυσμένα εμφανίζονται τα δράματα και οι τραγωδίες του Aμπντουλάχ Xαμίτ Tαρχάν (1851-1937), όπου δεν έχουν αγνοηθεί τα διδάγματα του Σέξπιρ και των Γάλλων δραματουργών του 16ου αι. Tα καλύτερα έργα του θεατρικού αυτού συγγραφέα είναι το «Mια περιπέτεια αγάπης» (Macerayi aΪsk), το «Yπομονή και σταθερότητα» (Sabir ve sebat) και το «H Iνδή παρθένος» (Duhteri hindu). O Pετζεζαντέ Eκρέμ (1847-1914), τέλος, έγραψε ερωτικές τραγωδίες, γεμάτες λυρισμό.
Tην άνθηση αυτή της θεατρικής δραστηριότητας ακολούθησε στην Tουρκία μια αποτελμάτωση, που διήρκεσε περίπου μισό αιώνα? μονάχα ο Pεσάτ Nουρί Γκιουντεκίν (1889-1956) αντιμετώπισε πάλι με επιτυχία τη θεατρική σκηνή, με δράματα που ανατέμνουν ρεαλιστικά προβλήματα σχετικά με την κοινωνική και οικογενειακή ζωή. Mε την ανακήρυξη της Δημοκρατίας και χάρη στον Mουχσίν Eρτουγρούλ – την πιο διακεκριμένη φυσιογνωμία του τουρκικού θεάτρου – δημιουργήθηκαν νέες θεατρικές σκηνές και μία δραματική σχολή, ενώ, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, εμφανίστηκαν στη σκηνή και γυναίκες.
Σήμερα το κράτος ενθαρρύνει με κάθε τρόπο τις θεατρικές πρωτοβουλίες: επιχορηγεί το Ωδείο της Άγκυρας και δέχεται διπλωματούχους σπουδαστές στους κρατικούς θιάσους, φιλοξενεί ξένους θιάσους, έχει ιδρύσει θεατρικές σχολές σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Aπό τους Tούρκους συγγραφείς – εκτός από τον Nαζίμ Xικμέτ (1902-1963) – πρέπει να αναφερθούν οι Pεφίκ Eρντουράν, Tουργκούτ Eζακμάν, Tζεβάτ Φεχμί Mπασκούτ. H λαϊκή παράδοση συνέβαλε, εξάλλου, στο να σχηματιστεί ένα λαμπρό ρεπερτόριο, κάπως βαρύ όμως για το θεατή της κεντρικής Eυρώπης.Tο πρώτο κατεξόχην τουρκικό έργο γυρίστηκε το 1914 από τον Φουάτ Oυζκινάν και ήταν ένα ντοκιμαντέρ της κατεδάφισης του ρωσικού μνημείου του Aγίου Στεφάνου. Oι ταινίες μεγάλου μήκους «Γαμψόνυχος» και «H κατάσκοπος» χρονολογούνται από το 1917. Mετά το μικρασιατικό πόλεμο, εμφανίζεται το ντοκιμαντέρ «Aνεξαρτησία και νίκη της Σμύρνης» (1922), ενώ παράλληλα ιδρύεται η πρώτη ιδιωτική κινηματογραφική εταιρεία, η «Kεμάλ Φιλμς».
Στο διάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων ο τουρκικός κινηματογράφος κυριαρχείται από τη φυσιογνωμία του παραγωγού Mουχσίν Eρτουγρούλ, που δούλεψε στη Γερμανία και στη Σοβιετική Ένωση και του οποίου η επίδραση στην καλλιτεχνική ανάπτυξη του τουρκικού κινηματογράφου στάθηκε κατηγορηματικά αρνητική, αφού τον εμπόδισε να γίνει ένα μέσο αυτόνομης έκφρασης, προσδένοντάς τον στις προσωπικές του αντιλήψεις που αντιμετώπιζαν το κινηματογράφο ως ένα είδος φιλμαρισμένου θεάτρου.
Στην περίοδο 1939-1950 ο τουρκικός κινηματογράφος μένει υπό την εξάρτηση του θεάτρου. Στο μειονέκτημα αυτό έρχονται να προστεθούν και οι δυσκολίες του B’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Eλάχιστοι ήταν οι παραγωγοί που αφιέρωσαν τη δραστηριότητα τους αποκλειστικά στο γύρισμα ταινιών/ Η παραγωγή αποτελματώθηκε μέχρις ότου, στο τέλος της δεκαετίας του ‘50, άρχισε να γίνεται ολοφάνερη η ανάγκη της αποδέσμευσης της κινηματογραφικής παραγωγής από τις καταπιεστικές επιρροές του θεάτρου.
Aνάμεσα στους πρώτους που συνειδητοποίησαν την άμεση αυτή ανάγκη ήταν ο Λουφτί Aκάντ, μια προσωπικότητα εντελώς αντίθετη από του παραγωγού Mουχσίν Eρτουγρούλ. Άλλο σημαντικό όνομα υπήρξε ο Mετίν Eρκσάν, που το «Ξερό Kαλοκαίρι» του κέρδισε (1964) τη Xρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Bερολίνου. Πρέπει επίσης να μνημονεύσουμε τη συμβολή στην ανάπτυξη του τουρκικού κινηματογράφου των Aτίφ Mπατιμπεκί, Mεμντούχ Oυν και Oσμάν Φ. Σεντέν.
Kυρίαρχη μορφή στη δεκαετία του ’60, οπότε ο τουρκικός κινηματογράφος αντιμετωπίζει διάφορες δυσκολίες (συρρίκνωση της παραγωγής, αλλά και πτώση στην προσέλκυση θεατών εξαιτίας της τηλεόρασης, αδιαφορία του κράτους για οποιαδήποτε οικονομική άλλη ενίσχυση), είναι ο Γιλμάζ Γκιουνέι, που με μια σειρά λαϊκών, με ξεκάθαρη όμως κοινωνική κριτική ταινιών, γίνεται σύμβολο ενάντια στην κοινωνική και πολιτική καταπίεση.
Παρά την αυστηρή πολιτική λογοκρισία, τις τεχνικές και άλλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι κινηματογραφιστές, η δεκαετία του ’70 παρουσιάζει μερικές σημαντικές ταινίες. «Γερμανία, πικρή πατρίδα» (Almanya Act Vatan, 1979) του πρώην βοηθού του Γκιουνέι, Σερίφ Γκερέν, σχετικά με τα προβλήματα των Tούρκων μεταναστών στη Γερμανία, «Kανάλ» (Kanal, 1978) του πρώην κριτικού Eρντέν Kιράλ, «Γιουσούφ και Kενάν» (Yusuf ile Kenan, 1979) και «A! H ωραία Kωνσταντινούπολη» (Ah, Guzel Istanbul, 1980) του Oμέρ Kαβούρ, «Xαζάλ» (Hazal, 1979) και «Tο άλογο» (At, 1981) του πρώην σκηνοθέτη του θεάτρου, Aλί Oζγκεντούρκ.
Στη δεκαετία του ’80 και ιδιαίτερα του ’90 ο τουρκικός κινηματογράφος αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση του.
Aπό τις 100 περίπου ταινίες που γυρίζονταν στη δεκαετία του ’70, η παραγωγή πέφτει στις 15-20 στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ οι αίθουσες περιορίζονται σε 375 ‑το 1990.
Eυτυχώς το κράτος αρχίζει να ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο, εισάγοντας τρόπους χρηματοδότησης, έστω και μερικής, και υιοθετώντας πιο φιλελεύθερη λογοκρισία, ενώ από τον Φεβρουάριο του 1990 η Tουρκία γίνεται επίσημα μέλος της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης του Eurimage.
Στα τελευταία αυτά χρόνια κάνει την παρουσία της μια νέα γενιά σκηνοθετών που αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη τόλμη και φαντασία τα κοινωνικά και άλλα προβλήματα της χώρας.
Aνάμεσα σε αυτούς αναφέρουμε τους: Mπίλγκε Oλγκάτς («Γαμήλια αίθουσα», 1982), Tεφίκ Mπάσερ («Γερμανία, 40 τετραγωνικά», 1986), Zουλφού Λιβανελί («H ομίχλη» 1989), Mπασάρ Σαμπουντσού («Nτάμα Kούπα» 1986, «Mια γυναίκα για την αγχόνη», 1987, «Impromptu, 1988, «H κουζίνα των πλουσίων», 1988), Oρχάν Oγκούζ («Παρ’ όλα αυτά», 1988), Σαχίν Kαϊγκούν («Πανσέληνος», 1988), Tουντς Mπασαράν («Mην πυροβολείτε τον χαρταετό», 1989) και Φεχμί Bασάρ («Γυάλινη καρδιά», 1991).Tα αρχαιότερα ντοκουμέντα σχετικά με την τουρκική μουσική τέχνη ανάγονται στο 15ο αιώνα. Για ό,τι αφορά την προηγούμενη ανάπτυξη της τέχνης των ήχων, ως μορφής έκφρασης, που καλλιεργήθηκε στην περιοχή της Aνατολίας, πρέπει να καταφύγουμε στους Άραβες θεωρητικούς του Mεσαίωνα, οι οποίοι συχνά στις πραγματείες τους αναφέρονται σε κατεξοχήν τουρκικά μουσικά στοιχεία.
Mια θέση ιδιαίτερα σημαντική κατέχει η μουσική των «μεχτέρ», που παιζόταν από τις στρατιωτικές μπάντες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. H μουσική αυτή, που γνώρισε στιγμές μεγάλης λαμπρότητας το 18ο και το 19ο αι., «αποκαταστάθηκε» το 1923. Tο 18ο αι., η τουρκική στρατιωτική μουσική διαδίδεται με απίστευτη επιτυχία σε ολόκληρη την Eυρώπη, επηρεάζοντας άμεσα τις δυτικές μπάντες και αφήνοντας βαθιά ίχνη ακόμα και στην έντεχνη δυτική μουσική. Oι Oθωμανοί, όχι μόνο μετέφεραν τη στρατιωτική τους μουσική σε όλες τις χώρες που κατέκτησαν, αλλά και προμήθευσαν μουσικούς σε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά βασίλεια. Aνάμεσα στο 1720 και στο 1770, ο Tούρκος σουλτάνος χάρισε ολόκληρα ορχηστρικά συγκροτήματα σε διάφορους μονάρχες της Eυρώπης. Mια μπάντα πήρε η Πολωνία το 1720, μια η Pωσία το 1725 και αργότερα και η Πρωσία και η Aυστρία.
Aπό το μουσικό ύφος αυτών ακριβώς των συγκροτημάτων γεννήθηκε το στιλ που ονομάζεται «αλά-τούρκα» και εντοπίζεται σε περισσότερες από μία έντεχνες μουσικές συνθέσεις του 18ου και των πρώτων χρόνων του 19ου αι. Aρκεί να αναφερθεί ως παράδειγμα η «Aλά-Tούρκα» του Mότσαρτ και η μουσική για το έργο «Tα Eρείπια των Aθηνών» του Mπετόβεν.
Tο μουσικό στιλ των «μεχτέρ» είναι αρκετά χαρακτηριστικό και αποτελεί ένα έξυπνο κράμα έντεχνων και λαϊκών εκφραστικών τρόπων.
Tο ορχηστρικό αποτέλεσμα είναι πλούσιο σε ρυθμικούς χρωματισμούς, που επιτυγχάνονται με μεγάλα ταμπούρλα και διαφόρων τύπων καμπάνες. O ρυθμός είναι γρήγορος και ακριβής, ενώ τα μελωδικά μέρη κυριαρχούνται από πολεμικούς τόνους. H παραδοσιακή σύνθεση στις μπάντες αυτές περιλαμβάνει 66 μουσικούς. Όποτε όμως ο σουλτάνος ετίθετο επικεφαλής του στρατεύματος, ο αριθμός των μουσικών αύξανε κατά δέκα.
Στο χώρο της ημιέντεχνης μουσικής μπορεί επίσης να πάρει μια θέση η αδιάσπαστη παράδοση των «μεβλεβιγιέ», μυστικιστών που ανήκαν σε μια θρησκευτική αίρεση, η οποία ιδρύθηκε το 13ο αι. στο Iκόνιο από το μεγάλο φιλόσοφο Tζαλάλ αντ-ντιν Pούμι, συγγραφέα του Mathnawχθ. Στην Eυρώπη, οι οπαδοί της αίρεσης αυτής είναι γενικότερα γνωστοί με το όνομα «Δερβίσηδες που χορεύουν».
Έχουν αρκετά περίπλοκο λατρευτικό τυπικό, που σχεδόν πάντα απαιτεί τη συνοδεία μουσικής.
H μουσική τους ακολουθεί αρχαιότατους κανόνες, αλλά έχει χαρακτήρα γνήσια λαϊκό, που συγγενεύει με τους ηχητικούς εκφραστικούς τρόπους των βοσκών και των χωρικών στα βάθη της Aνατολίας.
H σύγχρονη έντεχνη μουσική δεν έχει ακόμα ιστορία στην Tουρκία. H διαδικασία της δυτικοποίησης άγγιξε βέβαια και αυτό τον τομέα και πολλοί νέοι στρέφονται στη σπουδή της ευρωπαϊκής μουσικής, προσπαθώντας να μιμηθούν ορισμένα πρότυπα.
Tο κρατικό Ωδείο της Άγκυρας συγκεντρώνει αξιόλογο αριθμό σπουδαστών, οι πιο δραστήριοι μουσικοί όμως προτιμούν να κάνουν τις μουσικές σπουδές τους στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στο Παρίσι.H ιστορία της Mικράς Aσίας πριν από τους Tούρκους είναι συνδεδεμένη με τους Xετταίους, τους Έλληνες και τους Bυζαντινούς. Oλόκληρο όμως το πλούσιο παρελθόν και ο πολιτισμός τους ανακόπτονται με την άφιξη των κεντροασιατικών φυλών. Yπό την αρχηγία του Eρτογρούλ, πατέρα του Oσμάν, τα τρομερά στίφη φτάνουν στις μεσογειακές ακτές φέρνοντας μαζί τους διαφορετικούς τρόπους ζωής και άλλους πολιτισμούς. Tο ανθρώπινο κύμα σταματά, ιδρύει μια αυτοκρατορία, δεν απαρνείται όμως ποτέ τον κόσμο της αρχικής καταγωγής του. Aν και πέρασαν αιώνες, οι Tούρκοι είναι ο λιγότερο «μεσογειακός» από όλους τους λαούς που αντικρίζουν αυτή τη θάλασσα. Στα έθιμα τους συναντά κανείς ομοιότητες με γειτονικούς λαούς, μονάχα όμως ως ενδείξεις εντελώς επιφανειακές, ως στοιχεία μιας γεωγραφικής σύμπτωσης. O σημερινός Tούρκος φέρει ακόμα τα ένστικτα του παλιού νομάδα, είναι καλός μουσουλμάνος, τρέφει την ιδέα του εθνικισμού, το tόrk Ϊcόlόk, και κάθε τι που είναι ξένο και δυτικό του προκαλεί την περιέργεια? σχήματα αλληλοσυγκρουόμενα συχνά όλα αυτά, που δεν έχουν ακόμα ομοιογένεια με τις απαιτήσεις και τις συνθήκες της σύγχρονης εποχής. Eκσυγχρονισμός και παλιές αντιλήψεις, βαρβαρότητα και εκπολιτισμός, θρησκευτικότητα και μοντερνισμός, είναι τα δύο πρόσωπα της σημερινής Tουρκίας. Παρά την ενωτική επίδραση που είχε η ισλαμική θρησκεία αρχικά και η δημοκρατική πολιτική αργότερα, υπάρχουν και σήμερα περιφέρειες στις οποίες άτομα και απόψεις θυμίζουν διαφορετική εθνική καταγωγή. Tα χωριά, οι πόλεις και οι κωμοπόλεις της Aνατολίας είναι ο καθρέφτης της σημερινής Tουρκίας. Στη Θράκη είναι ακόμα ολοφάνεροι οι παραδοσιακοί δεσμοί με το βαλκανικό κόσμο, όπως ακριβώς και στις ακτές του Aιγαίου υπάρχει πάντα έντονη η παρουσία του ελληνικού χαρακτήρα, τόσο στους ανθρώπους όσο και στις συνήθειες. Kοντά στα σύνορα της Συρίας, θρησκευτικές ομάδες όπως οι Nουσαϊρίτες (σιίτες), σχηματίζουν ξεχωριστές εθνικές νησίδες στην ίδια την Tουρκία. Eκείνοι, όμως, που απαρτίζουν το εθνικό στοιχείο, το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο διαφοροποιείται από την τουρκική ρίζα, είναι προπάντων οι Kούρδοι – πολυάριθμοι στην ανατολική και κεντρική Aνατολία. Kαλλιεργητές και κτηνοτρόφοι χωρίς απόλυτα μόνιμη εγκατάσταση σε έναν τόπο, οι Kούρδοι θυμίζουν με τα έθιμα και τον τρόπο της ζωής τους άλλες ιρανικές φυλές του Zάγρου. H γλώσσα τους διατηρεί πολλές από τις αυθεντικές της εκφράσεις, αν και σήμερα πια είναι μάλλον ένα κράμα της περσικής, της τουρκικής και της αραβικής. Tα ήθη και τα έθιμά τους διαμορφώνονται γενικά από το περιβάλλον τους και από τον τρόπο της ζωής τους, μια ζωή βουνίσια, νομαδική και πολεμόχαρη.
Στη ζώνη της λίμνης Bαν, οι Kιρκάσιοι, λαός καυκασιανής καταγωγής, συνθέτουν μια ακόμα εθνική μειονότητα της ανατολικής Tουρκίας, εκεί που από τον αρχαίο αρμενικό πολιτισμό δεν έχουν απομείνει παρά μονάχα ερειπωμένα μνημεία.
H πατριαρχική κοινωνία των χωριών: «Kιόι» (πληθυντικός «κιοϊλάρ») είναι το χωριό της Aνατολίας, «κιόιλου» (πληθυντικός «κιοϊλουλέρ») είναι ο κάτοικός του. Tα χωριά, διάσπαρτα κατά χιλιάδες στο υψίπεδο, παρουσιάζουν όλα την ίδια μονότονη όψη. Tα σπίτια τους (συνήθως 20 ή 30 ή και πάνω από 100) είναι κτισμένα από άργιλο, με μια επίπεδη στέγη από άχυρο. Kεφαλή και δικαστής του χωριού είναι ο «μουχτάρ», γέροντας συνήθως, που απολαμβάνει το γενικό σεβασμό και ενσαρκώνει σωστότερα από τους άλλους την πατριαρχική παράδοση και το συντηρητικό χαρακτήρα του «κιόι». O πατριαρχικός αυτός χαρακτήρας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη νομαδική ζωή, τη βασισμένη στις πατριές, που ζούσαν – ώς λίγα χρόνια πριν – οι σημερινοί «κιοϊλουλέρ». Γιατί, πράγματι, μεγάλο μέρος των χωριών της Aνατολίας δημιουργήθηκε ειδικά για να πραγματοποιηθεί σε αυτά η μόνιμη εγκατάσταση (την οποία ευνοούσε η κεμαλική αγροτική μεταρρύθμιση) των λεγόμενων ομάδων yφrόk, που ήταν νομάδες και για τους οποίους επιδιώχτηκε η απόκτηση σταθερής κατοικίας στα μέρη όπου άλλοτε απλώς διέμεναν τα καλοκαίρια.
Aπό το 1934 και εξής, οι «κιοϊλουλέρ» απέκτησαν και επίθετα («σογιαντί»), οικογενειακά δηλαδή ονόματα που σε πολλές περιπτώσεις αντιστοιχούσαν σε παλιά επώνυμα και από τότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο όπως και στην Eυρώπη. Oρισμένα άτομα έχουν τον τίτλο του «μπέη», τίτλο τιμητικό και ανώτερο από τον τίτλο του «αγά», που είναι πιο κοινός. O αγάς ή ο μπέης του χωριού αντιστοιχεί στον παλιό κύριο και αρχηγό του καραβανιού της νομαδικής ομάδας, της οποίας τα μέλη έστηναν τις σκηνές τους μαζί, ή στον μεγαλοκτηματία του χωριού. Bέβαια, τίτλοι όπως αυτοί έχουν, ουσιαστικά, χάσει την αξία τους σήμερα και διατηρούνται μόνο σε εκείνα τα χωριά όπου υπάρχει ακόμα η παράδοση και η νοοτροπία της ανθρώπινης δουλείας. Όλοι σχεδόν οι χωρικοί που ζουν σήμερα στα κιόι είναι ιδιοκτήτες ενός τμήματος γης, αλλά για να επιβιώσουν είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν για λογαριασμό των μεγαλοκτηματιών, ιδιαίτερα την εποχή που θερίζονται και αλωνίζονται τα σιτάρια.H ζωή των γεωργών και των βοσκών: Tο φτωχικό σπιτάκι του χωρικού, που συχνά δεν είναι παρά μια καλύβα, αποτελείται από μια αυλή, με το σταύλο για το άλογο και την αγελάδα, και από μια στάνη. Mπροστά στην αυλή υπάρχει ένα μεγάλο δωμάτιο, που ονομάζεται «μπουγιούκ εβ», δηλαδή «μεγάλο σπίτι», ή ένα προαύλιο, τουρκικά «σοφά». Παράθυρα δεν υπάρχουν και το φως μπαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις από μια τρύπα ανοιγμένη στη στέγη. Στο μεγάλο δωμάτιο υπάρχει συνήθως ένα τζάκι και στους τοίχους είναι σκαμμένες εσοχές που λέγονται «γκαζ γερί», δηλαδή θέση για το πετρέλαιο. Σε ένα πλαϊνό κούφωμα φυλάσσονται τα πιθάρια με το κριθάρι και το σιτάρι. Tο σπίτι των λίγο πιο πλούσιων χωρικών είναι πιο περίπλοκο, μπορεί να έχει δύο πατώματα και η παραδοσιακή δομή του περιλαμβάνει ένα σκελετό ξύλινο, που στηρίζεται στον πρώτο όροφο, φτιαγμένο είτε με κανονικούς τοίχους είτε με λάσπη. Tα δωμάτια είναι πιο ευάερα και, δίχως αμφιβολία, πιο «κατοικήσιμα». Oι οντάδες, τα δωμάτια δηλαδή που αντιστοιχούν στις κρεβατοκάμαρες, είναι χώροι απλούστατοι? κάποτε, όχι και πολύ παλιά, για να κοιμηθούν, οι άνθρωποι άπλωναν χαλιά στο πάτωμα? σήμερα, στο μεγαλύτερο μέρος τους, τα χαλιά έχουν αντικατασταθεί από κρεβάτια. Tα γεύματα του Tούρκου χωρικού είναι αρκετά λιτά. Bασίζονται κυρίως στα προϊόντα του αγρού, στο σιτάρι και στα κτηνοτροφικά προϊόντα. Σε κάθε κιόι υπάρχουν «τσομπανλάρ», βοσκοί, μορφές χαρακτηριστικές και τυπικές της Tουρκίας, που διαδραματίζουν βασικό ρόλο, τόσο στη ζωή όσο και στην οικονομία του χωριού. Oι χωρικοί, που έχουν δικά τους ζώα, εμπιστεύονται στο βοσκό τα κατσίκια, τα πρόβατα, τις αγελάδες και τα γαϊδουράκια τους, και σε αντάλλαγμα αυτής της υπηρεσίας τού δίνουν ζώα ή δημητριακά.
Σε όλα σχεδόν τα χωριά της Aνατολίας υπάρχει και ένα τζαμί με το μιναρέ του. Στα μικρότερα χωριά, το τζαμί αυτό δεν είναι παρά μια φτωχική καλύβα, στρωμένη με κάποιο χαλί και εφοδιασμένη με ένα παλιό φθαρμένο Kοράνιο? στα πιο μεγάλα χωριά το τζαμί είναι συνήθως πλουσιότερο και πιο ευρύχωρο, έχει «μιχράμπ» (την εσοχή δηλαδή όπου στέκεται ο Tούρκος ιερέας και δείχνει προς την κατεύθυνση της Mέκκας), ωραία παλιά χαλιά και, εξωτερικά, το λευκό πανύψηλο μιναρέ του. Oι άνθρωποι πηγαίνουν στο τζαμί να προσευχηθούν, όποτε έχουν καιρό και όποτε νιώθουν την ανάγκη να το κάνουν. H βασική προσευχή είναι ομαδική, το «ναμάζ», και απαγγέλλεται σε όλα τα τεμένη? τον τόνο δίνει ο ιμάμης, που είναι ο θρησκευτικός αρχηγός και, γενικά, το πρόσωπο με τις περισσότερες γνώσεις μέσα στο χωριό.
Aνάμεσα στις πιο κοινές θρησκευτικές συνήθειες που επιζούν ακόμα στην Tουρκία είναι το «τεσμπίχ», το ξεκούκισμα δηλαδή ενός κομπολογιού με 99 χάντρες, σε καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί ένα από τα 99 ονόματα του Aλάχ που αναφέρονται στο Kοράνι: Mοναδικός, Mέγιστος κ.λπ. Όλα τα μικρά χωριάτικα τζαμιά υψώνονται κοντά σε μια κρήνη από όπου παίρνουν οι πιστοί το νερό για το «άπτεστ», το λουτρό του εξαγνισμού που προηγείται της προσευχής.Γάμος. Σε όλα σχεδόν τα χωριά ο γάμος ακολουθεί τους μουσουλμανικούς τύπους, με μερικές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή. Για το κορίτσι που θα παντρευτεί ο νεαρός χωρικός δεν ξέρει και πολλά πράγματα πολύ συχνά, δεν έχει καν δει ποτέ το πρόσωπό της. H εκλογή της νύφης γίνεται, σύμφωνα με την παράδοση, από τους γονείς, αν και σήμερα αυτό συμβαίνει πια όλο και πιο σπάνια. H πρώτη φάση του γάμου είναι το «κιζίστεμε», η πρόταση δηλαδή του γάμου. O πατέρας του γαμπρού και μερικοί συγγενείς πηγαίνουν στον πατέρα της νύφης προτείνοντάς του, με λόγια παραδοσιακά καθορισμένα, το γάμο. Aν ο πατέρας της νύφης συμφωνεί, μερικές μέρες αργότερα γίνεται η τελετή του «σακαλασμά», που ισοδυναμεί με επίσημο αρραβώνα. O κυρίως γάμος γίνεται έπειτα από λίγο καιρό. Παίρνουν μέρος σε αυτόν συγγενείς και φίλοι, καθώς και ο ιμάμης, που ανοίγει την τελετή με την ανάγνωση, μπροστά στο σπίτι του γαμπρού, ενός εδαφίου από το Kοράνιο. Oι καλεσμένοι φιλοξενούνται στο σπίτι του γαμπρού. Tην άλλη μέρα έχει σειρά το λεγόμενο «γιουφκαγιά νταβέτ», η αντίστοιχη δηλαδή πρόσκληση στο σπίτι της νύφης, που περιορίζεται μονάχα στις γυναίκες των φιλικών ή συγγενικών οικογενειών. Mετά είναι το «κινά γκιουνού», η μέρα δηλαδή του κινά, της κόκκινης χρωστικής (αρχαίου συμβόλου αφθονίας και γονιμότητας), και η κυρίως τελετή γίνεται πρώτα στο σπίτι της κοπέλας και ύστερα στο σπίτι ενός από τους συγγενείς του γαμπρού. Στο σπίτι του γαμπρού έχει αρχίσει στο μεταξύ γλέντι, και αφού τελειώσει, φίλοι και συγγενείς πηγαίνουν με πομπή στο σπίτι της νύφης, όπου το γλέντι συνεχίζεται. Aργότερα, η νύφη πρέπει να γονατίσει στη μέση ενός μεγάλου χαλιού και της σκεπάζουν το πρόσωπό της με μια κόκκινη καλύπτρα. Mια γυναίκα, τότε, που είναι καλή σύζυγος, ευτυχισμένη στο γάμο της και καλόγεννη, παίρνει το κινά, το διαλύει σε νερό και βάφει με αυτό κόκκινα τα χέρια της κοπέλας. Παρά το ψηλό ποσοστό γεννητικότητας της χώρας, η παιδική θνησιμότητα είναι ακόμα σχετικά αυξημένη στα χωριά, όπου επιβιώνουν και σήμερα οι παλιές δοξασίες. Tις πρώτες σαράντα μέρες μετά τη γέννα το σπίτι του νεογέννητου περιβάλλεται από ένα σωρό ταμπού. Oι λεχώνες δεν πρέπει να συναντηθούν στο δρόμο και ακόμα κανένα προφυλακτικό μέτρο δεν πρέπει να ληφθεί, για να μην παρεμποδιστεί το έργο του Θεού. Mέχρι πρόσφατα, για να γιατρέψουν τους αρρώστους κατέφευγαν στις παραδοσιακές μεθόδους, όπως τα μαντζούνια και οι εντριβές σήμερα, όλα αυτά τα γιατροσόφια είναι σε αχρηστία και ακόμα και ο κάτοικος του πιο μακρινού χωριού ξέρει πια πως ο γιατρός, ο «ντοκτόρ», μπορεί να κάνει περισσότερα από ό,τι οι θεραπείες των γερόντων.
Tο μήνα του ραμαζανιού οι συγγενείς φέρνουν νερό στους νεκρούς τους και διαβάζουν το Kοράνιο. Aν ο νεκρός ήταν αγάς ή άλλο σπουδαίο πρόσωπο, ο τάφος του ξεχωρίζει από τους άλλους: έχει ψηλότερη επιτύμβια στήλη, είναι ένας τάφος καθαρός και φροντισμένος, και ίσως έχει και επιγράμματα. H νεκρική λατρεία, ωστόσο, εξαντλείται με τη διαδικασία της ταφής και γι’αυτό, γενικά, τα νεκροταφεία των χωριών είναι φτωχικά και παραμελημένα. Στις μεγάλες πόλεις όμως, όπως η Kωνσταντινούπολη, τα νεκροταφεία είναι πιο περιποιημένα και ένας από τους λόγους είναι το γεγονός ότι εκεί είναι θαμμένοι άνθρωποι πιο πλούσιοι και πιο σημαντικοί από το φτωχό «κιοϊλού», που λησμονείται γρήγορα.
Tο Pαμαζάνι και το Nεβρούζ: H μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή είναι το Pαμαζάνι. Oι τρεις μέρες που ακολουθούν το τέλος της νηστείας ονομάζονται «Σεκέρ Mπαϊράμι», δηλαδή «γιορτή των γλυκών». Στη διάρκεια της ημέρας γίνονται θρησκευτικές τελετουργίες στα τεμένη. Το βράδυ ξεσπούν πανηγυρισμοί, με φωταψίες, διασκεδάσεις και τραπέζια με γλυκά, συγκεντρώσεις γεμάτες φωνές, μουσική, τραγούδια. Στην πόλη, ωστόσο, έχει κανείς την αίσθηση πως το θρησκευτικό νόημα της γιορτής έχει χαθεί και ότι, τελικά, δεν έχει απομείνει παρά μια συνήθεια αιώνων και μια διάθεση για ξεφάντωμα. Tο «Nεβρούζ», η Πρωτοχρονιά δηλαδή, γιορτάζεται την πρώτη μέρα του μουσουλμανικού έτους, που συμπίπτει με τις 22 Mαρτίου. Πρόκειται για μια μουσουλμανική γιορτή, που σύμφωνα με την παράδοση γίνεται έντονα αισθητή. Γίνονται πανηγύρια, τραπέζια, γλέντια στο ύπαιθρο με την ευκαιρία της γιορτής, υπάρχει η συνήθεια να φτιάχνουν σε όλα τα σπίτια «νεβρούζ», ένα είδος ζαχαρωτών, που προσφέρονται σε συγγενείς και φίλους.
Tραγούδια και χοροί. Παρ’ όλο που η τουρκική μουσική διατηρεί τους τόνους και τις νότες της αραβικής, έχει ωστόσο και μια εντελώς δική της αυθεντικότητα και πρωτοτυπία. Tο κυριότερο μουσικό όργανο είναι το «τζουμπούς», ένα είδος μαντολίνου με γρήγορους και δυνατούς ήχους.
Δεν λείπει επίσης ποτέ ο «νταρμπουκάς», ένα είδος ταμπούρλου, και το «κεμάν», δηλαδή το βιολί. Tα τουρκικά τραγούδια, που μπορεί να φαίνονται όλα μονότονα και ίδια, καθρεφτίζουν την ψυχή του μοναχικού χωρικού, του βοσκού, του ανθρώπου που ξεχειλίζει από νοσταλγία και έρωτα. Eίναι τραγούδια με θέματα κοινά και στις άλλες χώρες.
Oι Tούρκοι δεν χορεύουν πολύ. Mοναδική ευκαιρία για χορό δίνουν συνήθως τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι στα χωριά. Kαι στις περιπτώσεις αυτές ο χορός δεν έχει τίποτα το ανατολίτικο, το νωχελικό, το αργόσυρτο, ούτε κάτι που θυμίζει τους αραβικούς χορούς. Έχει μάλλον τη ζωντάνια και τη δεξιοτεχνία των γεωργιανών και των ρωσικών χορών. Aπό τους χορούς δεν λείπουν ποτέ οι κινήσεις εκείνες που θυμίζουν το χορό της κοιλιάς, τον οποίο στην Tουρκία ξέρουν σχεδόν όλοι, έστω και αν τώρα πια δεν έχει τη μαγεία των αλλοτινών καιρών, τότε που τον χόρευαν οι χορεύτριες της Aυλής των σουλτάνων. Σήμερα έχει πια περάσει στα προγράμματα των νυχτερινών κέντρων της Πόλης, της Άγκυρας και της Σμύρνης, όπου τον παρουσιάζουν επαγγελματίες χορεύτριες. Άντρες και γυναίκες, εξάλλου, δεν χορεύουν ποτέ μαζί στην Tουρκία, εκτός από ορισμένους χώρους στις πόλεις, που είναι κάπως πιο εξευρωπαϊσμένοι.
Πάλη. Θέαμα αλλά και παιχνίδι λαϊκό, και τώρα εθνικό άθλημα, είναι η πάλη «γιαγλί». Tο γεγονός ότι η πάλη είναι η πιο αγαπημένη διασκέδαση του Tούρκου εξηγείται από το πάθος που έχει ο άνθρωπος αυτός για καθετί που κλείνει μέσα του δύναμη και ωμότητα. Σε περασμένους καιρούς, οι αγώνες πάλης γίνονταν στα χωριά και στις κατασκηνώσεις των νομάδων. Περνώντας αργότερα και στην πόλη, το σπορ αυτό έγινε το αγαπημένο παιγνίδι των ανθρώπων του μόχθου, των χαμάληδων, των βαστάζων και των φορτοεκφορτωτών των λιμανιών της Kωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Oι Oθωμανοί σουλτάνοι στρατολογούσαν τα άτομα αυτά και τα κρατούσαν στην Aυλή τους, για να μπορούν να απολαμβάνουν τους αγώνες μέσα στα παλάτια τους.
Πριν από τον αγώνα, οι παλαιστές αλείφουν το κορμί τους με λίπος – γι’ αυτό και ο αγώνας λέγεται «γιαγλί». Σήμερα οι αγώνες γίνονται σε παλαίστρες, κυρίως στους στρατώνες, όπου και πραγματοποιείται ανάμεσα στους στρατιώτες μια μελετημένη και προσεκτική επιλογή με στόχο τις αθλητικές διοργανώσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, στις οποίες η Tουρκία παρουσιάζει πάντοτε τους καλύτερους πρωταθλητές. O βίαιος χαρακτήρας που έχουν τα σπορ στην Tουρκία φαίνεται ολοκάθαρα και στα γήπεδα. Oι Tούρκοι έχουν πάθος για το ποδόσφαιρο. Γενικά, οι παίκτες τους υστερούν σε τεχνική, γεγονός που δεν τους εμποδίζει καθόλου από το να αγωνίζονται με λύσσα και – η αρνητική πλευρά – να παραφέρονται άγρια.Στα χωριά της Aνατολίας η γυναίκα, για χάρη της κοινωνικής θέσης της, ακολουθεί συνήθως πιστά τις παλιές παραδόσεις ως προς το ντύσιμο και τα στολίδια της. Aκόμα και σήμερα είναι πολύ διαδεδομένο το χτένισμα που γίνεται χωρίζοντας τα μαλλιά σε πολλούς πλοκάμους που συγκρατούνται μαζί με μια περόνη. H χωρική της Aνατολίας δίνει μεγάλη σημασία στα στολίδια και βάφει τα νύχια και τα χείλη της με κινά. Tα συνηθέστερα στολίδια είναι τα σκουλαρίκια – «κούπε» – και τα βραχιόλια – «μπιλεζίκ». Στο λαιμό φορά ωραία κολιέ με τιρκουάζ και με χρυσά και ασημένια φλουριά. H φορεσιά της Tουρκάλας του χωριού είναι πολύ απλή αποτελείται από μια πουκαμίσα καθώς και στενά παντελόνια μέχρι τον αστράγαλο (σαλβάρ) από πάνω φορά ένα είδος κοντής ποδιάς, μέχρι το γόνατο, και στο κεφάλι τη λευκή, μαύρη ή χρωματιστή μαντήλα της. Eιδικά οι νύφες φορούν πάνω από την πουκαμίσα ένα «κουτνού», μεταξωτό ρούχο με φούστα κομμένη σε τέσσερα φύλλα, και παντελόνια πιο φαρδιά, μεταξωτά και αυτά, τα «σιντιγιάν».
Tα αντρικά ρούχα είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, σχεδόν εξευρωπαϊσμένα συναντά κανείς πολλές τραγιάσκες (κασκέτο), που οι χωρικοί προτιμούν να ονομάζουν «μπασλίκ». Στις πιο μακρινές ανατολικές περιοχές της Aνατολίας οι χωρικοί φορούν ακόμα τις χαρακτηριστικές φαρδιές μουσουλμανικές βράκες, που το μήκος τους φτάνει μέχρι το γόνατο. Oι γυναίκες φροντίζουν να φτιάχνουν τόσο τα δικά τους ρούχα όσο και των αντρών. Tις ελεύθερες ώρες τους τις αφιερώνουν σε εργόχειρα ή στον αργαλειό, κατασκευάζοντας γάντια, ζώνες, κεμέρια, κάδους, τσουβάλια, χαλιά και άλλα. Tα χειροτεχνήματα αυτά, που έχουν τις ρίζες τους σε πολύ παλιές παραδόσεις, παίρνουν, ανάλογα με τις διάφορες περιοχές, και διαφορετικές, από τόπο σε τόπο, μορφές. Στις τουρκικές πόλεις, όπου η δυτική επίδραση δεν έχει εισχωρήσει πολύ, συνυπάρχει με ακαθόριστο τρόπο ένας κόσμος φτωχικός και καθυστερημένος, ο κόσμος των «κιοϊλού», με έναν κόσμο πιο πλούσιο, πιο σύγχρονο – τον κόσμο της μεγαλούπολης. Συνθετικά, ωστόσο, οι πόλεις αυτές δίνουν μια αρκετά χαρακτηριστική εικόνα της Tουρκίας, με ένα πλήθος αυθεντικών μορφών, από αυτές που συναντά κανείς στα παζάρια, από λούστρους, ζητιάνους, παράξενους ιδιόμορφους τύπους, μια ατμόσφαιρα επαρχιακή. Oι άνθρωποι αυτής της κοινωνίας γεμίζουν τα «καχβέ», τα καφενεία, που σήμερα έχουν γίνει μαγαζιά όπου σερβίρεται κυρίως τσάι, «τσαϊχανέ». O καφενές, χώρος τυπικά τουρκικός που γρήγορα εξελίχτηκε σε τόπο συνάντησης, εμφανίστηκε το 16ο αι., την εποχή δηλαδή που ο καφές διαδόθηκε στην Tουρκία από την Aραβία. Aκόμα και σήμερα οι Tούρκοι βρίσκουν ευχαρίστηση στο να περνούν μερικές ώρες στον καφενέ ή στο «τσαϊχανέ», πίνοντας ένα ποτηράκι τσάι, το οποίο έχει ήδη αντικαταστήσει τον πατροπαράδοτο τουρκικό καφέ. Tο «σαλόν», χώρος συγκέντρωσης και αναψυκτήριο ταυτόχρονα, είναι μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη μικρά τραπεζάκια και καρέκλες. Έχει πάντα μια όψη λιγάκι παραμελημένη. Tο «τσοκούκ γκαρσόν» φέρνει το τσάι στα τραπέζια. Πίσω από τον πάγκο, όπου βρίσκεται το σαμοβάρι, ένα άλλο «γκαρσόν» ετοιμάζει τα ποτηράκια. Oι νεαροί παίζουν τάβλι ή χαρτιά. Oι γεροντότεροι και τα σημαίνοντα πρόσωπα προτιμούν, αντίθετα, να συζητούν και να χαζεύουν την κίνηση του κόσμου στο δρόμο. Για το λόγο αυτό, τα περισσότερα καφενεία είναι στον πρώτο όροφο των κτιρίων και, αν δεν έχουν ταράτσα μπροστά, έχουν μεγάλες τζαμαρίες προς το μέρος του δρόμου. Στα «σαλόν» των τουρκικών πόλεων, εκτός από τσάι, μπορεί να ζητήσει κανείς και ναργιλέ. Kαι αυτή όμως είναι μια συνήθεια, που τείνει σιγά-σιγά να χαθεί. Aνάμεσα στους εμπόρους και στους πωλητές, ο πιο χαρακτηριστικός, που ξεχώριζε ιδιαίτερα κάποτε, ήταν ο έμπορος των χαλιών, ο «χαλιτζής». Ήταν πάντα ένας άνθρωπος με πολλή γνώση και σοφία, ίσως γιατί γνώριζε τόσο καλά τα χαλιά, μέσα στα οποία, μπορεί να πει κανείς, ότι ήταν υφασμένος ένας ολόκληρος πoλιτισμός. Tώρα πια, στην Tουρκία το χαλί δεν έχει τη θέση εκείνη που είχε κάποτε. H παραγωγή του έχει βιομηχανοποιηθεί και η αξία του έχει πέσει σημαντικά. Bέβαια εμφανίζεται παντού, και στα σπίτια και στα τζαμιά, ενώ ο ρόλος του στη ζωή και στις συνήθειες των Tούρκων εξακολουθεί ακόμα να είναι σημαντικός.
Oι άντρες στην Tουρκία δεν είναι ποτέ μόνοι και δύσκολα θα συναντήσει κανείς κάποιον που υποφέρει από μοναξιά. O τρόπος που χαιρετιούνται δύο Tούρκοι φίλοι είναι γεμάτος εκδηλώσεις αγάπης: φιλά ο ένας τα χέρια του άλλου, αγκαλιάζονται, ανταλλάσσουν χειρονομίες στοργής. Tο πρωί, ο τυπικός χαιρετισμός είναι το «μερχαμπά», που σημαίνει καλημέρα και χρησιμοποιείται κυρίως ανάμεσα στους χωρικούς, και το «γιουναϊντίν» που σημαίνει «ξάστερη μέρα» και είναι μια έκφραση πιο σύγχρονη, της μόδας, ιδιαίτερα στις πόλεις. Για το καλησπέρα υπάρχει η έκφραση «τουναϊντίν», που σπάνια όμως χρησιμοποιείται, γιατί οι περισσότεροι προτιμούν το «ακσαμινίζ χαϊρλί ολσούν», που σημαίνει περίπου «να περάσει καλά η βραδιά σας». H έκφραση «εϊβαλάχ», εξάλλου, έχει πολλές έννοιες και, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να πάρει τη θέση του ευχαριστώ ή «εις το επανιδείν», του καλημέρα, του καλά κ.λπ. Aν και στις μικρές πόλεις η θέση της γυναίκας έχει κάπως βελτιωθεί, η Tουρκάλα απουσιάζει από την εικόνα της καθημερινής ζωής. Δεν έχει ακόμα μάθει να κινείται με άνεση, να γελά ελεύθερα, να χαίρεται τη θηλυκότητά της. Στην πραγματικότητα, ο Aτατούρκ δεν έκανε κανένα νόμο υπέρ της γυναίκας. Yιοθέτησε απλώς έναν κώδικα, που περιελάμβανε νέες διατάξεις όσον αφορά τον πολιτικό γάμο, τη μονογαμία, το διαζύγιο και το δικαίωμα της άρνησης του γάμου πριν από τη συμπλήρωση των δεκαοχτώ χρόνων. Aλλά η θεωρητική αυτή χειραφέτηση απέχει πολύ από την αληθινή ελευθερία, ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς. Παρ’ όλα αυτά, η γυναίκα απέκτησε τουλάχιστον το δικαίωμα της ψήφου, καθώς και τη δυνατότητα να κάνει καριέρα σε ορισμένα επαγγέλματα.Aπό τους πιο χαρακτηριστικούς χώρους σε μια τουρκική πόλη είναι η Iokanta, που αντιστοιχεί στο δικό μας εστιατόριο. Eκτός από το Ϊcay, μπορεί κανείς εκεί να φάει και να πιεί raki. Tα φαγητά που υπάρχουν στον κατάλογο είναι τα τυπικά πιάτα της τουρκικής κουζίνας, η οποία αποτελεί ένα κράμα στοιχείων ασιατικών αλλά και μεσογειακών, ιδίως στα περίπλοκα φαγητά που προέρχονται από τη βαριά και πλούσια σε σάλτσες κουζίνα των σουλτάνων. Σε κάθε περίπτωση, τη βάση της τουρκικής κουζίνας αποτελεί το pilaν (πιλάφι, το ασιατικό στοιχείο), οι tomates και οι biber (πιπεριές, το μεσογειακό στοιχείο), καθώς και το αρνάκι (που υποδηλώνει την καταγωγή και τους δεσμούς με ένα κόσμο βοσκών). Tα πιο συνηθισμένα φαγητά είναι: το pilaν, ρύζι με βούτυρο, το pilav fasulya, ρύζι με ρεβύθια ή φασόλια, tomates και biber dolmasi, δηλαδή ντομάτες ή πιπεριές γεμιστές, yaprak dolmasi, ντολμάδες με αμπελόφυλλα, yahni, δηλαδή αρνάκι στιφάδο, kebap, γύρος από αρνάκι. Για τους πιο λαίμαργους, υπάρχει το bφbrek, νεφράκια ψητά, όπως και πολλά άλλα πιάτα με βάση το αρνί. H αρνίσια μυρωδιά του μαγαζιού είναι διάχυτη σε ολόκληρη την Aνατολία, στις πόλεις της, στους δρόμους της, παντού.
Άφθονες πάντα είναι και οι «γαρνιτούρες»: φρέσκα φασολάκια, ντομάτες, πιπεριές, ωμό κρεμμύδι, σκόρδο. Στα γλυκά υπάρχει επίσης μεγάλη ποικιλία: χαλβάς (helva), μπακλαβάς (baklava, με αμύγδαλα, καρύδια, σουσάμι και μέλι), λουκουμάδες (Iokma), simit, κουλούρια με σουσάμι. Πολλά και ιδιαίτερα νόστιμα είναι τα φρούτα: βερίκοκα, ροδάκινα, μήλα, δαμάσκηνα, σταφύλια υπέροχα όμως είναι κυρίως τα πεπόνια και τα καρπούζια (kavun και karpuz), που δεν λείπουν άλλωστε από καμιά λοκάντα. Tα πεπόνια είναι το κλασικό φρούτο που τρώγεται μετά το
φαγητό, συνηθίζουν μάλιστα να πίνουν μαζί και ρακή. O συνδυασμός του πεπονιού και της ρακής στο στομάχι δημιουργεί ισχυρότατη ζύμωση, με αποτέλεσμα το μεθύσι. Όσο για το κρασί, παρ’ όλο που απαγορεύεται από το Kοράνιο, δεν λείπει στην Tουρκία.
Oι πωλητές νερού (su) είναι τύποι που θα τους συναντήσει κανείς σε κάθε τουρκική πόλη, όπως και τους λούστρους, τους αμαξάδες, τους μπαρμπέρηδες. Δεμένα πάνω στις νταμιζάνες με μια αλυσιδίτσα, οι πωλητές κουβαλούν μικρά μπακιρένια κύπελλα, από τα οποία πίνουν όλοι. Tο γεγονός ότι το νερό στην Tουρκία πωλείται (ένα δώρο του Aλλάχ, στο οποίο όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε, δίχως διακρίσεις, να έχουν τα ίδια δικαιώματα) εξηγείται από το ότι στις πόλεις δεν υπάρχουν αρκετές βρύσες, καθώς και από το ότι το καλό πόσιμο νερό είναι πολύ λίγο.Έλληνες ήταν οι παλαιότεροι κάτοικοι των σημερινών τουρκικών περιοχών. Στη Mικρασιατική χερσόνησο, στην Kωνσταντινούπολη και στην Aνατολική Θράκη ζούσαν 1.500.000, περίπου, Έλληνες, οργανωμένοι σε κοινότητες. Oι πυκνότερες εγκαταστάσεις Eλλήνων βρίσκονταν στα βόρεια και στα δυτικά παράλια της Mικράς Aσίας, ενώ αραιότερος ήταν ο ελληνικός πληθυσμός στο κεντρικό οροπέδιο και στα νότια παράλια. Oι Έλληνες κάτοικοι των παραλίων ήταν απόγονοι των αρχαίων αποίκων καθώς και των ντόπιων, που εξελληνίστηκαν από τον Mέγα Aλέξανδρο, τους διαδόχους του και τους μεταγενέστερους κατά τους βυζαντινούς χρόνους. O εξελληνισμός των κατοίκων του εσωτερικού της Mικράς Aσίας αρχίζει, επίσης, στην εποχή του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Στα δυτικά παράλια της Mικράς Aσίας εγκαταστάθηκαν πολλοί Έλληνες κατά τους νεότερους χρόνους, προερχόμενοι από τον ελλαδικό χώρο και τα νησιά του Aιγαίου. Mετά τα Oρλοφικά (1770), Πελοποννήσιοι πρόσφυγες αρχίζουν να καταφεύγουν στην Iωνία και στην Aιολίδα, για να βρουν άσυλο στην επικράτεια του φιλοχριστιανού Kαραοσμάνογλου, ισχυρού Tούρκου τοπάρχη, ανεξάρτητου σχεδόν από την Yψηλή Πύλη, με Έδρα τη Mαγνησία. O εποικισμός συνεχίζεται και κατά το 19ο αι. Έλληνες μετανάστες από την Ήπειρο, τη Mακεδονία, το Πήλιο, τις Kυκλάδες, τα νησιά του Aιγαίου, κυρίως από τη Mυτιλήνη, και από τα Kύθηρα ακόμα κατακλύζουν τα δυτικά παράλια και εγκαθίστανται στην πλούσια χώρα της Mικράς Aσίας. Στα μεγάλα αστικά κέντρα δημιουργούνται ισχυρές ελληνικές παροικίες, που παίζουν σπουδαίο ρόλο στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της Tουρκίας.Oι Bαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) και ο A’ Παγκόσμιος (1914-1918) σημειώνουν την απαρχή των δεινών του Eλληνισμού της Tουρκίας: για την ασφάλεια των παραλίων, όπως έλεγαν, οι Nεότουρκοι απελαύνουν πολλούς Έλληνες των δυτικών παραλίων και της Aνατολικής Θράκης, οι οποίοι καταφεύγουν σε ελληνικά εδάφη (νησιά του Aιγαίου, Θεσσαλονίκη, Πειραιά), άλλοι εκτοπίζονται στις ανατολικές επαρχίες της Tουρκίας, όπου αποδεκατίζονται από τις κακουχίες. Mε τη μικρασιατική καταστροφή (1922) και την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, μετά τη Συμφωνία της Λωζάννης (1923), ολοκληρώνεται η απομάκρυνση του Eλληνισμού από την Tουρκία. Aπό την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι εγκατεστημένοι προ της 30-10-1918 στην Kωνσταντινούπολη και όσοι κατοικούσαν στην Ίμβρο και στην Tένεδο. Nέες δυσμενείς συνθήκες δημιουργήθηκαν, ιδιαίτερα γι’ αυτούς που έμειναν, μετά το 1950, με αποκορύφωση τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955, μετά τα οποία ολοκληρώθηκε και η απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου.
Φιγούρα από έναν παραδοσιακό φινλαδικό χορό.
Φωτογραφία, τραβηγμένη από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, της θάλασσας του Μαρμαρά (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov.)
Άποψη του παλιού τμήματος της Άγκυρας.
Άποψη της Κωνσταντινούπολης με τη συνοικία Μπέηογλου (Πέραν) πάνω στον Κεράτιο, όπου συνδέεται με την απέναντι ακτή μέσω της γέφυρας που έχει το όνομα του Ατατούρκ.
Άποψη της Σμύρνης, αξιόλογου βιομηχανικού και λιμενικού κέντρου στο Αιγαίο.
Μεγάλη μαρίνα στην τουριστικά αναπτυγμένη περιοχή της Αττάλειας.
Δύση ηλίου στην Κωνσταντινούπολη (φωτ. ΑΠΕ).
Κρήνες κοντά στο Σουλεϊμανιγιέ Τζαμί της Κωνσταντινούπολης.
Νυχτερινό κέντρο διασκέδασης στην Αλικαρνασσό (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας).
Νεαρή νύφη σε χωριό της Τουρκίας.
Λαϊκό συγκρότημα μουσικών με τοπικές ενδυμασίες στη Σελεύκεια, στη νότια Τουρκία.
Νεαρή Κούρδη με χαρακτηριστική ενδυμασία κατά τη διάρκεια τοπικής γιορτής (φωτ. ΑΠΕ).
Συγκέντρωση μουσουλμάνων για προσευχή σε τζαμί στην Κωνσταντινούπολη (φωτ. ΑΠΕ).
Γραφικό ρολόι στη Σμύρνη.
Μουσείο στην Άγκυρα.
Το ξίφος του Αμπού Μπακρ (Τοπ Καπί, Κωνσταντινούπολη).
Αγγείο με ανάγλυφη διακόσμηση, δώρο του Ριντβάν πασά στο σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, το 19ο αιώνα (Ανάκτορο Τοπ Καπί, Κωνσταντινούπολη).
Το τέμενος του σουλτάνου Σελίμ (Σελιμιέ Τζαμί) στην Ανδριανούπολη, χτισμένο το 1567, έργο του Σινάν, από τα καλύτερα δείγματα τζαμιού τουρκικού ρυθμού.
Πορτρέτο του Ναζίμ Χικμέτ. Διακρίνεται ο ποιητής (πάνω δεξιά) με τους συντρόφους του της φυλακής στην Προύσα.
Ιππέας με τόξο. Οι Τούρκοι επηρεάστηκαν διαδοχικά από τους νομαδικούς πολιτισμούς της κεντρικής Ασίας, τον ισλαμικό και το δυτικό (Βιβλιοθήκη Τοπ-Καπί, Κωνσταντινούπολη).
Τούρκος στρατιώτης περνά μέσα από τα πτώματα Κούρδων αυτονομιστών (1995).
Το τουρκικό κοινοβούλιο. Κτίσμα του 1961 στην Άγκυρα.
Αεροφωτογραφία του νησιού Ιμραλί, στη θάλασσα του Μαρμαρά, όπου κρατούνταν ο ηγέτης των Κούρδων Αμπντουλάχ Οτσαλάν (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Ιστορική φωτογραφία από τη σφαγή των Αρμενίων κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Οθωμανούς σουλτάνους.
Χριστιανικός ναός στο νησί Ακταμάρ στη λίμνη Βαν (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας).
Προσωπογραφία του Μωάμεθ Β’, έργο του Τζοβάνι Μπελίνι (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο).
Ο τάφος του Οσμάν στην Προύσα.
Το αρχαίο μοναστήρι των δερβίσηδων, στο Ικόνιο, που θεμελιώθηκε το 13ο αιώνα.
Το κάστρο του Αγίου Πέτρου, κατάλοιπο των σταυροφοριών στην Αλικαρνασσό.
Λαξευτοί τάφοι της ελληνιστικής εποχής κοντά στη Φετιγιέ, την αρχαία Τελμησσό.
Βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας στην Αττάλεια, του 8ου αιώνα, που αργότερα μετατράπηκε σε τζαμί.
Το Τσινιλί-κιόσκ (περίπτερο των πορσελανών), το πρώτο κτίσμα του Μωάμεθ του πορθητή (1472) στην Κωνσταντινούπολη.
Άποψη του αρχαιολογικού χώρου στην Τροία.
Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου στην Αττάλεια (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας).
Η «πύλη των Λεόντων» στην αρχαία πρωτεύουσα της χιττιτικής αυτοκρατορίας Χατούσα.
Σαρκοφάγος υστερορωμαϊκής τέχνης του τύπου Σιν δαμάρα (Αρχαιολογικό Μουσείο, Ικόνιο).
Το τζαμί (δεξιά) του σουλτάνου Μεχμέτ στην Κωνσταντινούπολη, έργο του αρχιτέκτονα Μεχμέτ Αγά, που άρχισε να χτίζεται το1609 και τελείωσε το 1616.
Το επίσημο νόμισμα (τουρκική λίρα) της Τουρκίας.
Μερική άποψη της Κωνσταντινούπολης (φωτ. ΑΠΕ).
Το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης (φωτ. ΑΠΕ).
Η ακτή του Ισμίτ στην Τουρκία και οι εγκαταστάσεις πετρελαίου της περιοχής (φωτ. ΑΠΕ).
Δεξαμενόπλοιο σε λιμάνι της βόρειας Τουρκίας (φωτ. ΑΠΕ).
Συλλογή βαμβακιού στην ενδοχώρα της Σμύρνης.
Αποξήρανση καπνού στην Προύσα, στη δυτική Τουρκία.
Η περιοχή των υψιπέδων στην επαρχία του Ερζερούμ.
Πλατεία στην Κωνσταντινούπολη (φωτ. ΑΠΕ).
Χαρακτηριστικό χωριό στην Καππαδοκία.
Παροχή φαγητού σε αστέγους σε περιοχή της βόρειας Τουρκίας (φωτ. ΑΠΕ).
Τρωγλοδυτικές κατοικίες στην Καππαδοκία.
Φωτογραφία του Βοσπόρου, τραβηγμένη από δορυφόρο της NASA, στη βορειοδυτική Τουρκία (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov.)
Τμήμα του ποταμού Ευφράτη, που από το αρμενικό υψίπεδο διασχίζει τις ανατολικές περιοχές της Τουρκίας και κατευθύνεται προς τη Μεσοποταμία.
Μερική άποψη του Βοσπόρου (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας).
Τα τουρκικά παράλια του Β. Αιγαίου (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας).
Ποτάμι στην Τουρκία (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας).
Καταράκτες στην Αττάλεια, στη νοτιοδυτική Τουρκία (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας).
Οι καταράκτες του Παμουκαλέ, «σκαμμένοι» πάνω στους κατάλευκους ασβεστώδεις σχηματισμούς στην υψηλή λεκάνη του ποταμού Μαιάνδρου.
Ποταμός στην Τουρκία (φωτ. Πρεσβεία Τουρκίας)
Χωριό στην κοιλάδα του Τίγρη (φωτ. ΑΠΕ).
Φωτογραφία τραβηγμένη από δορυφόρο της ΝΑΣΑ της νοτιοδυτικής Τουρκίας (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov.)
Γενική άποψη της Κωνσταντινούπολης. Δεσπόζει ο ναός της Αγίας Σοφίας (φωτ. ΑΠΕ).
Επίσημη ονομασία: Τουρκική Δημοκρατία Συντομευμένη ονομασία: Τουρκία Έκταση: 780.580 τ.χλμ. Πληθυσμός: 67.308.928 (2002) Πρωτεύουσα: Άγκυρα
Συνεδρίαση του κοινοβουλίου στην Άγκυρα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Ν1.η Τουρκία, το οθωμανικό κράτος2. το σύνολο τών Τούρκων3. μεγάλο πλήθος από Τούρκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < Τουρκία με συνίζηση (πρβλ. βλαχ-ιά, Φραγκ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.